για τους φίλους του αστυνομικού μυθιστορήματος

Η δολοφονία του Δημήτριου Αθανασόπουλου («Το έγκλημα στου Χαροκόπου»)

«Κακούργα πεθερά… (Καημένε Αθανασόπουλε)»

Ένα από τα πιο γνωστά εγκλήματα που έμειναν στην Ελληνική ιστορία, κυρίως εξαιτίας των τίτλων των Αθηναϊκών εφημερίδων αλλά και του διάσημου ρεμπέτικου τραγουδιού.

Ποιος ήταν ο Δημήτρης Αθανασόπουλος

Ο Δημήτρης (Μήτσος) Αθανασόπουλος (1891-1931) ήταν ένας εργολάβος από τον Αναβρυτό (τότε Γαρδίκι) του Δήμου Μεγαλόπολης της Αρκαδίας. Από πολύ νωρίς ήρθε στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει σε κάποια εμπορική σχολή.
Το 1921 άρχισε να ασχολείται με επιχειρήσεις.

Ποιες ήταν η Άρτεμις και η Σοφία Κάστρου

Η Άρτεμις (Τέμις) Κάστρου, ήταν μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και ταμπεραμέντο, χωρίς αναστολές και ηθικούς φραγμούς. Ήταν παντρεμένη με τον Παναγιώτη Κάστρου και είχαν ένα παιδί, τη Σοφία. Η οικογένεια ζούσε στην Κεφαλλονιά, μέχρι το άσχημο διαζύγιο του ζευγαριού.
Τότε η Άρτεμις παίρνει μαζί της την κόρη της και πηγαίνει στην Αθήνα. Η Σοφία (Φούλα) Κάστρου, αν και μόλις 12 ετών, είναι ένα πανέμορφο κορίτσι με γαλάζια μάτια που σαγηνεύει τους άντρες.

Αρχικά οι δύο γυναίκες μένουν σε ξενοδοχείο, αλλά στη συνέχεια, ένας Συνταγματάρχης εραστής της Άρτεμις τους νοικιάζει ένα σπίτι. Ο Συνταγματάρχης φροντίζει για τα έξοδα των δύο γυναικών ενώ καθημερινά τους έστελνε λουλούδια με έναν λοχία του.
Ο λοχίας αυτός είναι ο Δημήτρης Αθανασόπουλος.  

Κακούργα-πεθερά-Φούλη-Αθανασοπούλου

Μια έντονη σχέση ξεκινάει

Ο πατέρας της Φούλας έχει μεταναστεύσει στον Καναδά και από εκεί στέλνει χρήματα στην Άρτεμις για το παιδί. Έτσι η Άρτεμις, που δεν έχει πλέον ανάγκη τον Συνταγματάρχη, τον διώχνει. Γράφει την κόρη της στο Αρσάκειο.

Η Φούλα, που είναι πλέον 16 ετών, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της διατηρεί σχέση με τον Αθανασόπουλο. Αυτό δεν θα αλλάξει ακόμη κι όταν μια μέρα που η Φούλα γύρισε από το σχολείο, βρήκε τον Αθανασόπουλο στο κρεβάτι με τη μητέρα της!

Ο γάμος και η ζωή μετά

Το 1921 ο Δημήτρης Αθανασόπουλος παντρεύτηκε τη Σοφία (Φούλα) Κάστρου κρυφά από την Άρτεμις Κάστρου. Ο γάμος παρέμεινε κρυφός μέχρι την πρώτη εγκυμοσύνη της Φούλας.  Παρουσιάζοντας το γεγονός ως τετελεσμένο, οι τρεις του έμειναν τελικά μαζί στην περιοχή Χαροκόπου, επί της οδού Θησέως 101, στην Καλλιθέα. Μαζί τους έμενε και η υπηρέτρια της Άρτεμις, Ιωάννα (Γιαννούλα) Μπέλλου.

Οι δουλειές του Αθανασόπουλου πήγαιναν καλά μέχρι το 1926. Τότε άρχισαν τα προβλήματα, τόσο στη δουλειά του όσο και στο σπίτι.

Με πολύ κόπο και επιμονή ξεκίνησε να εργάζεται ως εργολάβος οικοδομών και αργότερα δημοσίων έργων. Το 1929, έστησε συνεταιρικά με τον συμπατριώτη του Αναστάσιο Γυφτέα, μια εργολαβική εταιρία όπου αναλάμβαναν ασφαλτοστρώσεις οδών και χτίσιμο δημοσίων κτιρίων.

Παρότι είχε πλέον ορθοποδήσει επαγγελματικά, οι σχέσεις του στο σπίτι δεν είχαν βελτιωθεί το ίδιο.

Το ζευγάρι είχε κάνει 3 παιδιά, αλλά η κόντρα μεταξύ του Αθανασόπουλου και της πεθεράς του δεν έλεγε να μειωθεί. Οι καβγάδες και η διχόνοια στο ζευγάρι ήταν καθημερινή ρουτίνα και ο Αθανασόπουλος κατηγορούσε την πεθερά του ότι έβαζε λόγια στην κόρη της. Ως αντίδραση σε αυτή την κατάσταση ο Αθανασόπουλος αρχίζει να ζει έκλυτη ζωή και να βγαίνει με άλλες γυναίκες.

Τους τελευταίους μήνες το ζευγάρι ζούσε σε διάσταση. Ο Αθανασόπουλος κοιμόταν σε ξενοδοχείο και επισκέπτονταν το σπίτι μόνο για να βλέπει τα παιδιά και να παίρνει καθαρά ρούχα.

Κακούργα-πεθερά-οι-πρωταγωνιστές

Η νύχτα του φόνου

Το απόγευμα του Σαββάτου 3 Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος μαζί με τον ξάδελφο και γιατρό του Δημήτριο Καρτσώνη, παίρνουν τα τρία του παιδιά και πηγαίνουν βόλτα στο Φάληρο. Επιστρέφουν τα παιδιά στο σπίτι στις 6 το απόγευμα, παίρνει ο Αθανασόπουλος καθαρά ρούχα και πηγαίνει στο ξενοδοχείο του.

Στις 10 το βράδυ ο Αθανασόπουλος συναντιέται με τον φίλο του και αδελφό του συνεταίρου του, Σπύρο Γυφτέα στο εστιατόριο «Κρίνος». Με το αυτοκίνητο του Γυφτέα πηγαίνουν και παίρνουν από το σπίτι της τη δακτυλογράφο Δανάη Χατζηπαναγιώτου, τη μητέρα της και τον 11χρονο γιο της και καταλήγουν στο εστιατόριο «Γεμενακή» στο Παλαιό Φάληρο. Αφού διασκεδάσουν, επιστρέφουν με το αυτοκίνητο και αφήνουν γύρω στις 1:30 τον Αθανασόπουλο έξω από το σπίτι του.

Αυτή είναι και η τελευταία φορά που βλέπουν τον φίλο τους ζωντανό.

Οι ανακρίσεις

Τις επόμενες ημέρες οι φίλοι και οι συνεργάτες του Αθανασόπουλου τον αναζητούν. Η οικογένεια του αρνείται ότι ο Αθανασόπουλος μπήκε εκείνο το μοιραίο βράδυ στο σπίτι. Έτσι συγγενείς και φίλοι καταλήγουν στην αστυνομία.

Στη Γενική Ασφάλεια ανακρίθηκαν ο Σπύρος Γυφτέας και η Δανάη Χατζηπαναγιώτου, που ήταν οι τελευταίοι που είδαν τον Αθανασόπουλο. Από την άλλη, η γυναίκα του Αθανασόπουλου, Φούλα, η μητέρας της, η υπηρέτρια και ο νεαρός ξάδερφος της Αρτέμιδος, Δημήτρης Μοσκιός, που είχε έρθει εκείνες τις ημέρες από την Κεφαλλονιά και φιλοξενούνταν από τις συγγένισσες του.

Η ανεύρεση του πτώματος

Την Τρίτη  6 Ιανουαρίου 1931, ο μικρός Γιαννάκης Γκίκας που έπαιζε στις όχθες του ποταμού Κηφισού, είδε δύο πεταμένα τσουβάλια. Ειδοποίησε τους γονείς του κι αυτοί με τη σειρά τους, παρατήρησαν ότι τα τσουβάλια ήταν ραμμένα από όλες τις πλευρές. Έτσι υποπτεύθηκαν ότι θα επρόκειτο για πιθανή λεία ληστείας και ενημέρωσαν την αστυνομία. Όταν ο αστυνομικός άνοιξε το ένα τσουβάλι και είδε μέσα ανθρώπινη σάρκα ενημέρωσε τους ανώτερους του.

Στο τόπο του εγκλήματος ήρθαν αστυνομικοί από τη Γενική Ασφάλεια, την Εισαγγελεία, το τμήμα Σήμανσης, αλλά και – για πρώτη φορά (!) – το κινηματογραφικό συνεργείο της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Αναζητήσεων! Υπεύθυνος ιατροδικαστής ήταν ο Γιώργος Τρουπάκης. Φυσικά από τον τόπο δεν έλειψαν και οι δεκάδες δημοσιογράφοι.  

Μέσα στα δύο τσουβάλια βρέθηκε το σώμα ενός άντρα 35-45 ετών, ύψους περίπου 1.70. Τα μέλη είχαν κοπεί με πολύ μεγάλη ακρίβεια και ψυχραιμία σε βαθμό μάλιστα που η πρώτη εντύπωση των αρχών ήταν ότι ο δράστης ήταν γιατρός και δη χειρούργος. Το πρόσωπο ήταν παραμορφωμένο, κάνοντας έτσι δύσκολη την αναγνώρισή του.

Η αναγνώριση του πτώματος

Οι ιατροδικαστές κατάφεραν με ειδικές ενέσεις να δώσουν στο πρόσωπο του θύματος κάτι από την εν ζωή κατάσταση του, κι έτσι μοίρασαν τη φωτογραφία του σε όλες οι εφημερίδες. Οι εφημερίδες δημοσίευσαν τη φωτογραφία στα πρώτα πρωινά φύλλα και καλούσαν όσους είχαν κάποιον γνωστό που είχε εξαφανιστεί το τελευταίο 10ήμερο, να περάσει από το νεκροτομείο μήπως αναγνωρίσει το πτώμα.

Ένας από αυτούς ήταν κι ο ανθυπομοίραρχος Ταμπακόπουλος που βλέποντας την φωτογραφία στην εφημερίδα πήγε στο Νεκροτομείο και δήλωσε ότι το πτώμα πιθανόν ανήκει στον φίλο του Δημήτρη Αθανασόπουλο. Για να επιβεβαιώσει μάλιστα την γνώμη του πήρε μαζί του και τον κοινό τους φίλο Δημήτριο Καρτώνη ο οποίος, πράγματι, ταυτοποίησε τον Αθανασόπουλο.

Κακούργα-πεθερά-το-πτώμα

Οι έρευνες των επόμενων ημερών

Οι άντρες του ΙΑ’ Αστυνομικού Τμήματος Καλλιθέας έκαναν έφοδο στο σπίτι του Αθανασόπουλου. Εκεί βρήκαν τη γυναίκα του, την πεθερά του, την υπηρέτρια και τον Δημήτρη Μοσκιό. Όλοι οδηγήθηκαν στη Γενική Ασφάλεια για να καταθέσουν.

Ταυτόχρονα η έρευνα στο σπίτι έδειξε:
# Κηλίδες αίματος στην πίσω αυλή.
# Βρέθηκαν ο ίδιος σπάγκος και το ίδιο ύφασμα που είχαν χρησιμοποιηθεί στο πακετάρισμα του πτώματος. Τα συγκεκριμένα υλικά δήλωσαν οι μαγαζάτορες ότι είχαν αγοραστεί από την υπηρέτρια.
# Γείτονες κατέθεσαν ότι τη Δευτέρα 5 Ιανουαρίου είχαν δει ένα κάρο να σταματάει έξω από το σπίτι και να του φορτώνονται δύο τσουβάλια.

Κατά τη συμπληρωματική νεκροψία διαπιστώθηκαν δύο τρύπες από σφαίρα στο κεφάλι του Αθανασόπουλου, που αποτέλεσαν και την αιτία θανάτου του.

Οι ομολογίες

Μετά από πολλές αντιφάσεις ανάμεσα στις καταθέσεις τους, οι ένοχοι ομολόγησαν το έγκλημά τους.
Αυτός που «έσπασε» πρώτος ήταν ο Δημήτρης Μοσκιός. Όταν τον έφεραν στο γραφείο του ανακριτή, η αστυνομία είχε στήσει σε μία καρέκλα τα ρούχα του θύματος ενώ πάνω στο τραπέζι ήταν το περίστροφο του φόνου. Με το που τα είδε ο Μοσκιός τρομοκρατήθηκε κι άρχισε να μιλά.

Αν και υπήρχαν μικροδιαφορές στις ιστορίες των δραστών, τα κοινά σημεία τους παρουσιάζουν την ιστορία ως εξής:

Το φονικό

Το Σάββατο τη νύχτα μπήκε πράγματι στο σπίτι ο Αθανασόπουλος. Ήταν μεθυσμένος και γρήγορα τσακώθηκε με τη γυναίκα του Φούλα.

Το πρωί της Κυριακής η Φούλα πήγε κλαμένη στο δωμάτιο της μητέρας της κατηγορώντας τον άντρα της ότι την πίεζε ζητώντας της «ακατανόμαστα» πράγματα και τη βίασε παρά φύσιν.
Τη συζήτηση μάνας και κόρης άκουσε κι ο ξάδελφος Μοσκιός. Ο Μοσκιός ήταν μειωμένης αντίληψης, διανοητικά ασταθής και πολύ ερωτευμένος με τη Φούλα. Βλέποντας την αγαπημένη του σε αυτή την κατάσταση, έγινε έξω φρενών.

Λέγεται ότι η Άρτεμις Κάστρου είπε τότε στον Μοσκιό: «Αν τον βγάλεις από την μέση, θα μείνει μόνη της η Φούλα και θα μπορείς να την κατακτήσεις». Στη συνέχεια του έδωσε να πιεί μπόλικο ούζο.

Αφού οι τρεις τους το συνεννοήθηκαν, ο Μοσκιός πήγε στο δωμάτιο που κοιμόταν ο Αθανασόπουλος. Αρχικά οι δύο άντρες φιλονίκησαν μεταξύ τους αλλά ο Αθανασόπουλος έδιωξε μετά από λίγο τον Μοσκιό από το δωμάτιο του για να συνεχίσει τον ύπνο του. Τότε ο Μοσκιός βγήκε έξω και επέστρεψε με το δολοφονικό περίστροφο, πυροβολώντας τον Αθανασόπουλο. Η πρώτη σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι αλλά κατάφερε να σηκωθεί και να αρπάξει μία καρέκλα. Τότε τον βρήκε η δεύτερη, χαριστική βολή κι ο Αθανασόπουλος έπεσε νεκρός στο πάτωμα. Ωστόσο, ο Μοσκιός με τη βοήθεια της υπηρέτριας τον στραγγάλισαν με ένα κασκώλ γύρω απ΄οτον λαιμό του για να είναι βέβαιοι για το αποτέλεσμα.

Αρχικά οι δράστες επιχείρησαν να κάψουν το σώμα του Αθανασόπουλο στην ταράτσα. Η άσχημη όμως μυρωδιά της καμένης σάρκας και ο καπνός, τους χάλασαν τα σχέδια.
Το ίδιο βράδυ, Μοσκιός και υπηρέτρια, έκοψαν το πτώμα του και συσκεύασαν τα τσουβάλια. Η υπηρέτρια είχε εμπειρία από το χωριό της που έκοβε τα σφαχτά.

Τη Δευτέρα, η Άρτεμις Κάστρου, αποκάλυψε το γεγονός στον φίλο της (και πιθανόν εραστή της) Σπύρο Μαγουλόπουλο ο οποίος και κανόνισε να έρθει το κάρο που θα μετέφερε τα τσουβάλια.

Το μαχαίρι που τον έκοψαν και το περίστροφο του εγκλήματος τα παρέδωσε για φύλαξη σε ένα σπίτι στον Πειραιά.

Τον Σπύρο Μαγουλόπουλο βοήθησαν οι δυο ανιψιοί του, ο Γιώργος Κορναράκης και ο Αντώνης Μαγουλόπουλος.

Το αρχικό σχέδιο ήταν να ριχτούν τα τσουβάλια με το πτώμα στον Ιλισό. Τελικά προτιμήθηκε να πάνε πιο μακριά οπότε και κατέληξαν στον Κηφισό.

Κακούργα-πεθερά-το-κάρο

Τα ΜΜΕ και οι ποικίλες αντιδράσεις τις κοινής γνώμης

Το έγκλημα κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον των εφημερίδων και της κοινής γνώμης από την πρώτη μέρα μέχρι και το τέλος της δίκης. Οι εφημερίδες της εποχής έδωσαν ρεσιτάλ κιτρινισμού, προκειμένου να πουλήσουν περισσότερα φύλλα.

Αρχικά ο κόσμος είχε αγανακτήσει τόσο με την οικογένεια του Αθανασόπουλου που κατά χιλιάδες μαζεύονταν έξω από την Ασφάλεια για να γιουχάρουν και να λιντσάρουν τους δράστες.

Ταυτόχρονα, γράφτηκαν δεκάδες επιφυλλίδες, χρονογραφήματα, ανέκδοτα, νούμερα επιθεώρησης, διαφημίσεις, γελοιογραφίες και σατιρικά τραγούδια. Ακόμη και παραστάσεις στο λαϊκό θέατρο Σκιών γράφτηκαν με ήρωα τον Καραγκιόζη στον ρόλο του Αθανασόπουλου.

Κακούργα-πεθερά-Σπυρόπουλος


Τέσσερις μέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος, η εφημερίδα «Η Ελληνική» έκανε διαγωνισμό με τίτλο: «ποιος νομίζετε ότι είναι ο ένοχος και για ποιους λόγους;» Ο νικητής του διαγωνισμού θα κέρδιζε 5.000 δραχμές.

Η Αρχιεπισκοπή Αθηνών εξέδωσε εγκύκλιο με τις σκέψεις του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου για το έγκλημα και τις αιτίες του, που διαβάστηκε από τον άμβωνα σε όλες τις εκκλησίες την Κυριακή 18 Ιανουαρίου 1931. 

Ο Ιάκωβος Μοντανάρης την ίδια μόλις χρονιά έγραψε το λαϊκό τραγούδι «Κακούργα πεθερά»  ή αλλιώς «Καημένε Αθανασόπουλε». Με τη μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη και τη φωνή του αμανετζή Αντώνη Διαμαντίδη («Νταλγκά») το τραγούδι έγινε αμέσως η μεγαλύτερη επιτυχία του μεσοπολέμου και τραγουδιόταν σε ταβέρνες και καπηλιά.
Ο δημιουργός Μοντανάρης, με τα χρήματα από τις πωλήσεις του δίσκου αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι στο Δουργούτι (σημερινός Νέος Κόσμος).

Κακούργα-πεθερά-ΜΜΕ-σάτυρα

«Θα σπάσω πλάκα»

Ο σκηνοθέτης και  μουσικός παραγωγός Κώστας Φέρρης αφηγείται χαρακτηριστικά:

«Το συγκεκριμένο τραγούδι έχει το μεγαλύτερο ρεκόρ πωλήσεων “κατ’ αναλογίαν”. Πούλησε δηλαδή περισσότερους δίσκους, απ’ όσα γραμμόφωνα υπήρχαν τότε στην Ελλάδα για να το παίξουν! Συγκεκριμένα πούλησε 90.000 δίσκους όταν την ίδια ώρα υπήρχαν μόλις 1.000 γραμμόφωνα στη χώρα».

Την ίδια χρονιά το τραγούδι ηχογραφήθηκε από τον Κώστα Νούρο, τη Ρόζα Εσκενάζη, την Μαρίκα Πολίτισσα και τη Ζωή Κασιμάτη. Υπολογίζεται ότι συνολικά πούλησε 250.000 δίσκους.

(…) «Στα γαμήλια γλέντια, όλοι οι γαμπροί, αφού χόρευαν με αυτόν τον δίσκο, τον έβγαζαν από το γραμμόφωνο και τον έσπαζαν στα πόδια της πεθεράς.

Από αυτό το γεγονός έχει βγει και η φράση “Θα σπάσω πλάκα”.»

Εν αναμονή της δίκης

Η ψυχική και πνευματική υγεία του Μοσκιού, μετά τον εγκλεισμό του στις φυλακές άρχισε σιγά-σιγά να διαταρράσεται. Ήδη από τον Απρίλη του 1931 αρνιόταν να δεχτεί τροφή, και καθόταν ακίνητος και σιωπηλός. Τον Αύγουστο του 1931 νοσηλεύτηκε στο δημόσιο ψυχιατρείο με συμπτώματα «οξείας νευρασθένειας μετά παραισθήσεων.»

Η δίκη σε νούμερα

Η δίκη ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου 1932.
Πρόεδρος ορίστηκε ο εφέτης Κάβουρας, πολιτική αγωγή η μητέρα του Αθανασόπουλου, Αικατερίνη, ενώ την πολιτεία εκπροσωπούσε ο Εισαγγελέας Εφετών Ρηγανάκος.
Οι δικηγόροι της υπεράσπισης και για το σύνολο των κατηγορουμένων ήταν 17 ενώ οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής 10.
Και οι 10 ένορκοι που κληρώθηκαν ήταν άντρες.
Εντυπωσιακός ήταν ο αριθμός των μαρτύρων: 64 μάρτυρες κατηγορίας και 80 υπερασπίσεως!

Κακούργα-πεθερά-η-δίκη-σκίτσο

Η δίκη και η κοινή γνώμη

Σε όλο το διάστημα της δίκης το ενδιαφέρον του κοινού και των εφημερίδων παρέμεινε αμείωτο. Η αίθουσα του Πλημμελειοδικείου (η οποία είχε επιλεχθεί ως η μεγαλύτερη αίθουσα των δικαστηρίων) ήταν πάντα κατάμεστη από κόσμο σε τέτοιο βαθμό που καθημερινά καταγράφονταν λιποθυμίες.

Κι έξω από την αίθουσα όμως συγκεντρώνονταν πλήθος κόσμου που ήθελε να δει από κοντά τις «μέγαιρες», τις «φόνισσες» και τις «κακούργες» (ιδιαίτερα την «κακούργα πεθερά»).

Την Πέμπτη 10 Μαρτίου, η δίκη φτάνει στο δημοφιλέστερο σημείο της με την απολογία της Φούλας Αθανασοπούλου. Η σύζυγος του θύματος επί δυόμισι μέρες εξέθετε με απόλυτη σαφήνεια, διαύγεια και ευαισθησία ολόκληρη την ζωή της, τη συζυγική δυστυχία της, αλλά και τα περιστατικά της δολοφονίας.

Η απολογία της Φούλας και η επιτυχημένη αγόρευση του συνηγόρου της, Κωνσταντίνου Τσουκαλά, ξεσήκωσαν θύελλα χειροκροτημάτων μέσα στο δικαστήριο. Για πρώτη φορά σε αυτή την υπόθεση, η κοινή γνώμη έπαψε να είναι τόσο εχθρική με τους κατηγορούμενους.

Κακούργα-πεθερά-στο-εδώλιο

Η Ετυμηγορία

Η Άρτεμις Κάστρου και η Φούλα Αθανασοπούλου κρίθηκαν ένοχες για φόνο εκ προμελέτης και εξ ιδιοτέλειας και άνευ ουδεμία συγχύσεως.
Η Γιαννούλα Μπέλλου και ο Δημήτριος Μοσκιός κρίθηκαν ένοχοι για φόνο εκ προμελέτης και εξ ιδιοτέλειας ευρισκόμενοι εν μέτρια σύγχυση λόγω βλακείας.
Ο Σπύρος Μαγουλόπουλος συνεργός άνευ ιδιοτέλειας στην απόκρυψη και απόρριψη του πτώματος.
Οι Αντώνης Μαγουλόπουλος και ο Ιωάννης Κορναράκης αθώοι των κατηγοριών.

Ποινές

Μετά τη σύσκεψη των δικαστών επεβλήθησαν οι ακόλουθες ποινές:
Η 45χρονη Άρτεμις Κάστρου και η 25χρονη Φούλα Αθανασοπούλου: εις θάνατον.
Ο 18χρονος Δημήτριος Μοσκιός: 20 έτη κάθειρξη για τη δολοφονία και 1 μήνας για παράνομη οπλοφορία.
Η 28χρονη Γιαννούλα Μπέλλου: ισόβια δεσμά.
Ο 45χρονος Σπύρος Μαγουλόπουλος: 20 μήνες φυλάκιση 

Κακούργα-πεθερά-οι-γυναίκες

Μετά τη δίκη

Η αλλαγή της κοινής γνώμης κατά τη δίκη, είχε ως αποτέλεσμα, όλο και περισσότεροι να ζητούν να μην εκτελεστεί η ποινή των δυο γυναικών και να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη, ζητώντας μάλιστα την αναψηλάφηση της δίκης.
Η εφημερίδα «Βραδυνή» μάλιστα, είχε συντάξει έκκληση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να τους δώσει χάρη και πλήθος κόσμου πήγαινε κάθε μέρα στα γραφεία της και υπέγραφε την έκκληση.
Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1932 όμως, ο Άρειος Πάγος έκρινε τελικά ότι δεν συνέτρεχε λόγος αναίρεσης της δίκης.

Το Συμβούλιο Χαρίτων τελικά, στη συνεδρίαση της 1ης Δεκέμβρη του 1932, λαμβάνοντας υπόψη και την άψογη συμπεριφορά των δυο κρατουμένων κατά το διάστημα της μέχρι τότε φυλάκισής τους, αποφάσισε την παροχή χάριτος και μετέτρεψε την ποινή τους σε ισόβια δεσμά. Η απόφαση υπογράφτηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αλέξανδρο Ζαΐμη, στις 10 Ιανουαρίου του 1933.

Τι απέγιναν οι καταδικασθέντες

Ο Σπύρος Μαγουλόπουλος αφού εξέτισε κανονικά το 18μηνο της ποινής του και αποφυλακίσθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1932. Σε συνέντευξη σε δημοσιογράφο της εφημερίδας «Ελεύθερος Άνθρωπος» δήλωσε:
«Εγώ δικαιότατα καταδικάστηκα. Περίμενα μάλιστα να τιμωρηθώ αυστηρότερα. Γιατί αλήθεια είναι ότι βοήθησα στη μεταφορά του πτώματος, χωρίς να καταγγείλω τίποτα στις αρχές

Ο Δημήτρης Μοσκιός παρουσίασε διαταραχές στη συμπεριφορά του. Στις 13 Απριλίου του 1932 μεταφέρθηκε στο δημόσιο ψυχιατρείο, το Δαφνί. Τελικά πέθανε από φυματίωση στις 16 Γενάρη του 1936, 4 ημέρες προτού κλείσει τα 24 χρόνια του.

Κακούργα-πεθερά-Μοσκιός-γραφή

Η Γιαννούλα Μπέλλου στάθηκε πάντα πιστή σύντροφος και βοηθός των δυο κυρίων της. Μέσα στις φυλακές δούλευε στο υφαντουργείο των φυλακών τα πρωινά και τα απογεύματα έκανε μικρο-θελήματα στις δυο κυρίες της. Αποφυλακίστηκε μετά από 18 χρόνια και έκανε τη δική της οικογένεια.

Οι δύο γυναίκες οδηγήθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ. Ο Διευθυντής των φυλακών ερωτεύτηκε την όμορφη Φούλα και φρόντισε να κάνει τη ζωή των δύο γυναικών, όσο καλύτερη περνούσε από το χέρι του. Η συγγένεια του μάλιστα με τον Πρόεδρο της κατοχικής κυβέρνησης Γεώργιο Τσολάκογλου, θα τους προσφέρει ένα αναπάντεχο δώρο.
Το 1941, η κατοχική κυβέρνηση θα υπογράψει διάταγμα «περί αποσυμφορήσεως των φυλακών άνευ διαταράξεως του κοινωνικού συμφέροντος», όπου θα δοθεί χάρη σε κάποιους βαρυποινίτες με ποινή ισόβιας κάθειρξης. Αν και στις δύο γυναίκες είχε επιβληθεί η θανατική ποινή, η καλή σχέση με τον Διευθυντή θα τους προσφέρει τελικά την ελευθερία.  

Η Φούλα Αθανασοπούλου παντρεύτηκε τον Συνταγματάρχη Αγαπητό Κομήτη. Πέθανε το 1971 από καρδιακή ανεπάρκεια.

Η Άρτεμις Κάστρου ταλαιπωρήθηκε με την υγεία της αφού στα τελευταία της είχε τρελαθεί ενώ ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι. Πέθανε το 1956.

Το στοιχειωμένο σπίτι του Αθανασόπουλου

Το ειδεχθές έγκλημα ενέπνευσε μία ακόμη μεταφυσική ιστορία.

Για πολλά χρόνια, οι κάτοικοι της περιοχής υποστήριζαν ότι τις μεταμεσονύκτιες ώρες ακούγονταν από το σπίτι της Καλλιθέας κλάματα και παρακάλια. Όσοι άκουγαν τις κραυγές τις απέδιδαν στον Δημήτρη Αθανασόπουλου, που ζητούσε έλεος από τους δολοφόνους του. 
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το σπίτι ήταν χτισμένο σε ένα σημείο όπου τώρα υπάρχει μία πολυκατοικία. Άλλοι συσχετίζουν το σπίτι με μια εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία επί της οδού Χαροκόπου, αλλά πρόκειται μάλλον για απλές φήμες.

Το πιθανότερο είναι ότι μετά από τόσα χρόνια, το σπίτι δεν θα υπάρχει πια. Το ιστορικό τραγούδι όμως τραγουδιέται ακόμα από φίλους του ρεμπέτικου, διατηρώντας την ιστορία ζωντανή.

«Κακούργα Πεθερά» οι στίχοι

Στου Χαροκόπου τα στενά μια μικροπαντρεμένη / εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη.

Στον ύπνο που κοιμόντανε μάνα και θυγατέρα / έβάλανε τον ανηψιό και του ‘ριξε τη μια σφαίρα.

Κι η Φούλα τότε φώναξε, μάνα μου πώς σπαράζει! / Κι η μάνα της της απαντά “πνίχτε τον” και διατάζει: / “Βάλτε φωτιά και κάφτε τον και κάντε τον κομμάτια / και μπρος να τον πετάξουμε να μη μας δούνε μάτια”.

Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε, / φωτιά του βάζουν να καεί, στέκονται τον κοιτάνε. / “Πω πω καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον θα πιαστούμε. / Κομμάτια να τον κάνομε, έτσι θα σκεπαστούμε”.

Με μια καρδιά μαρμάρινη τον έκανε κομμάτια / με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια / και νύχτα τον πετάξανε στο ρέμα να τα πάρει. Μα αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού ήτανε η χάρη / για να πιαστούν οι αίτιοι πραγματικοί φονιάδες
κι όχι ο γιατρός ο φίλος του κι οι δύο φιλενάδες.

Ένας διαβάτης που περνά περίεργα κοιτάζει. / “Τι να `ναι αυτά τα δέματα;” Κακό στο νου του βάζει.
Του αστυνόμου μίλησε, στο ρέμα πάνε πάλι, / τα δέματα ανοίξανε βλέπουν κορμί, κεφάλι.

Ανατριχιάζουν κι έφριξαν σαν είδανε ανθρώπου κορμί,
κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου.
Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτσουμάρης, Λεονταρίτης και λοιποί, / ο πρώτος είναι ο Άρης που έριξε όλο το φως στην εγκληματική / και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή.

Βρε μούλα δεν εσκέφτηκες δεν πόνεσε η καρδιά σου / τον άντρα σου, τα νιάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου.

Βρε μούλα πως εβάστηξες και πως βαστάς ακόμα / εσύ να ‘σαι στη φυλακή κι άντρας σου στο χώμα.

Κι εσύ κακούργα πεθερά τους πήρες στο λαιμό σου / την κόρη σου, τον ανιψιό, την δούλα, τον γαμπρό σου.

Καημένε Αθανασόπουλε τι σού ‘μελε να πάθεις / από γουρσούζα {κακούργα} πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις.

Σαν το `μαθε η μανούλα του κλείνουν τα γόνατά της / και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της.
Ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει: “Το γιο μου εσκοτώσανε, πω πω” κι αναστενάζει. / Φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι / εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι.

Μάνα γλυκιά μανούλα μου πάψε τα δάκρυά σου / και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου. / Αυτά θα έχεις για παιδιά μένα λησμόνησέ με / θα με σταυρώση η Παναγιά μάνα συγχώρησέ με.

Ακούστε το τραγούδι:

ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΠΕΘΕΡΑ, 1931, ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΤΑΛΓΚΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ

Πηγές: el.wikipedia.org, eglima.blogspot.gr, pare-dose.net, eirinika.gr (01.01.2014), lifo.gr (15.04.2014), travelstyle.gr (06.10.2017), vice.com (14.12.2018), fosonline.gr (27.06.2020), gynaikaeimai.com (04.06.2021), Βιβλίο: «Το έγκλημα στου Χαροκόπου», του Τάσου Κοντογιαννίδη (εκδόσεις Άγκυρα)

5 Σχόλια

  1. Mairy Vlachopoulou

    Η ΦΟΥΛΑ ΚΑΙ Η ΚΆΣΤΡΟ… ΚΑΗΜΈΝΕ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΕ ΤΙ ΣΟΥ ΜΕΛΛΕ ΝΑ ΠΑΘΕΙΣ… ΠΟΥ ΤΟ ΘΥΜΙΘΗΚΑΤΕ!!!!!!!
    ΕΓΏ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΆΚΟΥΓΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΓΙΑΓΙΆ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΗΤΈΡΑ ΜΟΥ, ΟΎΤΕ ΠΟΥ ΘΥΜΆΜΑΙ ΠΌΣΑ ΧΡΌΝΙΑ ΠΡΙΝ. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΔΕ ΤΟ ΈΧΩ ΑΚΟΎΣΕΙ.

  2. Roditis Pantelis

    Το ποιο ανατριχιαστικό έγκλημα που έγινε ποτέ.

  3. Λάμπρος Ελευθερίου

    Φοβερή η ερμηνεία του κομματιού από τον “Νταλγκα”… ανατριχιαζω κάθε φορά που θα το ακούσω.

  4. Μαρια Χωριανοπουλου

    ΠΟΛΥ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΕΝΑΧΩΡΟ.

  5. Νικ

    ειναι δυνατον να μη μπορουμε να βρουμε που ηταν το σπιτι; τοσα ατομα ζουσαν τοτε επρεπε να ξερουμε ακριβως

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

© 2024 Crime Fiction Fans

Θέμα εμφάνισης από τον Anders NorenΠάνω ↑