Ο Βούλγαρος αστυνομικός κατά συρροή δολοφόνος !
Ο Ζίβκο Χρίστοφ Ντιμιτρόφ (Zhivko Hristov Dimitrov) (1946-1981) ήταν ένας Βούλγαρος αστυνομικός και κατά συρροή δολοφόνος που καταδικάστηκε για τη δολοφονία 6 ατόμων, από το 1975 ως το 1981. Μοναδικός σκοπός των εν ψυχρώ δολοφονιών του, ήταν να κλέψει τα χρήματά τους.
Τα πρώτα χρόνια και η αστυνομική θητεία
Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του Ντιμιτρόφ. Γεννήθηκε το 1946 στο Tolbuhin (σημερινό Dobrich).
Από πολύ νεαρός κατατάχθηκε στην Αστυνομία. Σύμφωνα με πρώην συναδέλφους του, ήταν ένα πολύ αλαζονικό και εγωιστικό άτομο, ενώ για το παραμικρό απειλούσε όλους όσους τον ενοχλούσαν. Τελικά κατάφερε να φτάσει στο βαθμό του Ταγματάρχη της Α’ Περιφερειακής Διεύθυνσης της Πολιτοφυλακής στο Tolbuhin.
Η πρώτη δολοφονία
Ο Ντιμιτρόφ διέπραξε τον πρώτο του αναγνωρισμένο φόνο το φθινόπωρο του 1975.
Το τελωνείο είχε κατασχέσει ένα ακριβό μαγνητόφωνο που είχε επιχειρήσει να εισάγει ο Lyuben Yankov. Ο Ντιμιτρόφ, πιστεύοντας ότι το θύμα του θα κουβαλούσε πάνω του αρκετά χρήματα για να πληρώσει το τελωνείο, τον παρέσυρε στο σπίτι του πατέρα του, στο Tolbuhin. Εκεί τον οδήγησε στο υπόγειο και αφού έκλεισε την πόρτα, τον πυροβόλησε δύο φορές στην πλάτη με το υπηρεσιακό του πιστόλι.
Απογοητευμένος που δεν βρήκε τα χρήματα, έσυρε το πτώμα στην αυλή του σπιτιού και πέταξε το σώμα στο πηγάδι.
Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Ντιμιτρόφ ειδοποίησε την επιθεώρηση υγείας ότι το νερό του πηγαδιού του δεν ήταν πλέον καθαρό.
Δύο επιθεωρητές πήραν δείγματα από το πηγάδι και αφού διαπίστωσαν ότι είχε κάποια ανεξήγητη βακτηριακή μόλυνση, το σφράγισαν.
Αν οι επιθεωρητές είχαν κάνει πιο ενδελεχή έλεγχο, ίσως να εντόπιζαν την παρουσία ανθρώπινων λειψάνων και ο Ντιμιτρόφ να έμενε μόνο στη μία δολοφονία.

Η δεύτερη δολοφονία
Ο Sebaydin Bayraktarov ήταν ένας άντρας που έκανε παράνομη εισαγωγή ηλεκτρονικών συσκευών και στη συνέχεια τις πουλούσε στη μαύρη αγορά σε μεγάλες τιμές.
Την άνοιξη του 1976, ο Ντιμιτρόφ ήρθε σε επαφή με τον Sebaydin και τον παρέσυρε σε μια δασική περιοχή κοντά στο χωριό Branishte. Εκεί, τον πυροβόλησε στο κεφάλι και πάλι με το υπηρεσιακό του πιστόλι.
Στη συνέχεια έλουσε το νεκρό σώμα με βενζίνη και του έβαλε φωτιά. Με υπομονή περίμενε μέχρι να καεί τελείως το σώμα και τελικά να θάψει ;ό,τι απέμεινε στο δάσος.
Όμως ούτε το δεύτερο του θύμα κουβαλούσε πάνω του μεγάλα χρηματικά ποσά.
Η τρίτη δολοφονία
Για το τρίτο του θύμα, λίγα έχουν γίνει δημόσια γνωστά. Ήταν η Zekiya Kerimova η οποία είχε περίπου 3.000 λέβα (BGN) στο βιβλιάριο ταμιευτηρίου της, τα οποία έβαλε στο μάτι ο Ντιμιτρόφ.
Τη δολοφόνησε στο ίδιο μέρος που δολοφόνησε και το προηγούμενο του θύμα και ακολούθησε και πάλι την ίδια διαδικασία: Την έκαψε και έθαψε τα κόκαλά της.
Το διπλό φονικό
Στις 8:00 μ.μ. της 10ης Φεβρουαρίου 1981, ο Ντιμιτρόφ πήγε στο πολυκατάστημα Universal Store, στο Tolbuhin.
Ήταν η ώρα που είχαν συγκεντρωθεί οι τζίροι από τα ταμεία του πολυκαταστήματος και ετοιμάζονταν να μεταφερθούν μέσα σε σφραγισμένους σάκους στη Dobrudzhanska banka, όπου βρισκόταν το υποκατάστημα της τράπεζας BNB.
Τη μεταφορά θα έκαναν δύο γυναίκες ταμίες του καταστήματος, συνοδευόμενες από δύο ένστολους αστυνομικούς.
Ο Ντιμιτρόφ, υπό το πρόσχημα ότι ενεργούσε για μία επίσημη επιχείρηση, είπε στους δύο νεαρούς αστυνομικούς ότι θα οδηγούσε ο ίδιος τις κυρίες με τα χρήματα στην τράπεζα, με το προσωπικό αυτοκίνητο του, ένα μπλε Moskvich. Του είχαν αναθέσει, εξήγησε, να χρονομετρήσει μία νέα διαδρομή που πιθανόν να χρησιμοποιούνταν από τότε και στο εξής.
Τους δύο αστυνομικούς διέταξε να παραμείνουν στο κατάστημα. Εκείνοι υπάκουσαν χωρίς δεύτερη κουβέντα: δεν ήταν δυνατό άλλωστε να φέρουν αντίρρηση σε υψηλότερο σε βαθμό αστυνομικό.
Οι δύο γυναίκες, η Pasha και η Vlaika, μπήκαν στο αυτοκίνητο του Ντιμιτρόφ. Η μία κάθισε δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού. Η δεύτερη κάθισε πίσω. Δίπλα της είχε τους σάκους με τα χρήματα, περισσότερα από 100.000 λέβα – ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσό για την εποχή. (Ενδεικτικά, εκείνη τη χρονιά ο βασικός μισθός στη Βουλγαρία ήταν 120-150 λέβα).
Οι τρεις τους ξεκίνησαν το φαινομενικά σύντομο ταξίδι τους. Αντί όμως να κατευθυνθεί προς την τράπεζα, ο Ντιμιτρόφ ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να κάνει μια παράκαμψη για να γεμίσει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου, οπότε και πήρε τον περιφερειακό δρόμο.
Το τι ακριβώς συνέβη στη συνέχεια δεν έχει αποσαφηνιστεί.
Μία θεωρία αναφέρει ότι ο Ντιμιτρόφ πυροβόλησε τη μια από τις γυναίκες και στη συνέχεια οδήγησε το αυτοκίνητο μέχρι την περιοχή που είχε κάνει τους τελευταίους του φόνους. Φτάνοντας εκεί, σκότωσε και τη δεύτερη γυναίκα.
Σύμφωνα με μια δεύτερη θεωρία, και οι δύο γυναίκες δολοφονήθηκαν αφού ο Ντιμιτρόφ είχε φτάσει στον προορισμό του.

… ΜΟΛΙΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΤΗΚΕΣ
“Ο Γιώργος Λάμπρος κάνει σίγουρα μία εντυπωσιακή είσοδο στο χώρο της αστυνομικής μυθοπλασίας, συνδιάζοντας αριστοτεχνικά σε αυτή τη συλλογή τις περισσότερες κατηγορίες της λογοτεχνίας μυστηρίου.”
Η τελευταία δολοφονία
Ανεξάρτητα από το πού τις είχε δολοφονήσει, ο Ντιμιτρόφ κάλεσε στη συνέχεια τον φίλο του Sebaydin (απλή συνωνυμία με το δεύτερο θύμα του) και του ζήτησε να του δανείσει το αυτοκίνητο του, ένα Fiat, με σκοπό να πάει μέχρι τη Varna που είχε μια δουλειά, μιας και το δικό του αυτοκίνητο είχε δήθεν χαλάσει.
Τον παρακάλεσε να του φέρει το αυτοκίνητο στο σημείο όπου βρισκόταν, αφού πρώτα περάσει και πάρει μαζί και την κοπέλα του Ντιμιτρόφ, την Pepa.
Όταν έφτασαν, ο Sebaydin σοκαρίστηκε βλέποντας τα πτώματα των δύο γυναικών. Πριν όμως προλάβει να κάνει οτιδήποτε, ο Ντιμιτρόφ τον πυροβόλησε.
Η προσπάθεια του Ντιμιτρόφ να ξεγελάσει τις Αρχές
Το σώμα του Sebaydin το έβαλε στη θέση του οδηγού του δικού του αυτοκινήτου, μέσα στο οποίο βρίσκονταν και τα πτώματα των δύο γυναικών.
Έπειτα έβγαλε το χρυσό ρολόι του και το δαχτυλίδι του και τα φόρεσε στο χέρι του νεκρού.
Έβγαλε τα κασκόλ των δύο γυναικών και τα βούτηξε μέσα στη βενζίνη. Κατόπιν έβαλε το ένα μέσα στο αυτοκίνητο και το άλλο το άφησε να κρέμεται μέσα στο ρεζερβουάρ, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ένα αυτοσχέδιο φυτίλι.
Αμέσως μετά, έβαλε φωτιά στα δύο κασκόλ, μπήκε στο αυτοκίνητο του φίλου του και, μαζί με τη σύντροφό του, τράπηκε σε φυγή.
Όταν αργότερα ρωτήθηκε ο Ντιμιτρόφ, γιατί το έκανε αυτό, απάντησε ότι επειδή ο φίλος του του έμοιαζε σωματικά, ήλπιζε ότι οι ανακριτές θα μπέρδευαν τα απανθρακωμένα λείψανα και θα τα θεωρούσαν ως δικά του. Έτσι, αφού ο ίδιος θα θεωρούνταν θύμα, θα τον απέκλειαν από πιθανό δράστη και δεν θα υπήρχε κυνηγητό εναντίον του. Όλοι θα έψαχναν για έναν άγνωστο, ενώ ο ίδιος θα διέφευγε με την ησυχία του στο εξωτερικό.
Για κακή του τύχη όμως, και τα δύο κασκόλ έσβησαν με κάποιο τρόπο – πιθανότατα από τον δυνατό αέρα – εμποδίζοντας το αυτοκίνητο και τα τρία πτώματα να καούν. Αν ο Ντιμιτρόφ δεν έφευγε βιαστικά και περίμενε να δει τι θα γινόταν, πιθανόν να πετύχαινε το σχέδιο του.

Η κινητοποίηση της αστυνομίας
«Στις 22.00 με πήρε τηλέφωνο ο αστυνομικός που βρίσκονταν σε υπηρεσία στην τράπεζα και μου είπε ότι τα χρήματα από τα μαγαζιά δεν έφτασαν στην τράπεζα. Ειδοποίησα τον αξιωματικό υπηρεσίας, τον αντισυνταγματάρχη Mintso Petkov – ήμουν βοηθός του τότε. Αναφέρθηκε στον Georgy Ntaskalov, αναπληρωτή επικεφαλής της πολιτοφυλακής. Και μετά σήκωσαν όλη την Περιφέρεια στo πόδι!» κατέθεσε o Dombitritz Evgeni Tontorov, τότε υπάλληλος στην αστυνομική διοίκηση.
Ο φρικτός τόπος του εγκλήματος ανακαλύφθηκε την επόμενη μέρα από δύο αστυνομικούς της τροχαίας που περνούσαν τυχαία από την περιοχή, οι οποίοι ειδοποίησαν αμέσως τις τοπικές αρχές.
«Ήμουν αστυνομικός της τροχαίας τότε και έπρεπε να πάω στην Albena για δουλειές. Από το πρωί ήταν ήδη γνωστό τι είχε συμβεί. Ταξιδεύαμε με έναν συνάδελφο και είδαμε από το δρόμο ένα μπλε “Moskvich”, με πινακίδα THA 6494, εκατό μέτρα στη ζώνη προς το Branishte. Καλέσαμε αμέσως την αστυνομία της υπηρεσίας. Πήγαμε κοντά και αντικρίσαμε ένα φρικτό θέαμα – δύο γυναίκες νεκρές στο πίσω κάθισμα και ένας άνδρας κρεμασμένος από την πόρτα του οδηγού», θυμάται ο Georgi Gradinarov, ο ένας από τους δύο αστυνομικούς που ανακάλυψαν τον τόπο του εγκλήματος.
Μόλις αναγνώρισαν ότι το αυτοκίνητο ανήκε στον Ντιμιτρόφ, οι αρχές τον αναζήτησαν και σύντομα έμαθαν ότι είχε φύγει άμεσα από την πόλη, μαζί με την κοπέλα του.
Εξαιτίας αυτού εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του.
«Όλη η πολιτοφυλακή κινητοποιήθηκε. Ο πατέρας μου και οι συνάδελφοί του δεν γύριζαν σπίτι για μέρες. Όλα ήταν καλυμμένα, αστυνομικοί περπατούσαν μεταμφιεσμένοι σε δημόσιους χώρους, σιδηροδρομικούς σταθμούς, σταθμούς λεωφορείων», λέει ο Δρ Dobrev, γιος του αντισυνταγματάρχη Dimitar Dobrev που συμμετείχε στην έρευνα.
Ο Stoyan Ivanov, τότε επικεφαλής του Επαρχιακού Τμήματος του Υπουργείου Εσωτερικών, πρόσθεσε:
«Όλοι ήμασταν έκπληκτοι. Δεν πιστεύαμε ότι κάποιος αξιωματούχος της ΜΙΑ (“Ministry of Internal Affairs”) θα έκανε κάτι τέτοιο. Μέρος των ενεργειών μας ήταν επίσης να ηρεμήσουμε τον κόσμο, γιατί ολόκληρη η περιοχή Tolbukhin ήταν υπό πίεση. Ακόμη και αφού τον πιάσαμε, ο κόσμος δεν πίστευε ότι πιάστηκε.»
Οι προσπάθειες του Ντιμιτρόφ να αποδράσει και η σύλληψη
Εν τω μεταξύ, το ζευγάρι είχε φτάσει στη Varna.
Εκεί ο Ντιμιτρόφ ζήτησε από την Pepa να πάρει το αυτοκίνητο και τα περισσότερα από τα χρήματα και αφού τα κρύψει καλά κάπου, να πάει στο σπίτι των γονιών της και να περιμένει τηλεφώνημά του.
Ο Ντιμιτρόφ πήρε ένα τρένο από το Sindel για τη Hisarya όπου κρύφτηκε σε μια πανσιόν. Τις επόμενες εβδομάδες, ταξίδευε καθημερινά στη Φιλιππούπολη όπου προσπαθούσε να έρθει σε τηλεφωνική επαφή με την κοπέλα του, αλλά εκείνη δεν απαντούσε.
Έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει και πάλι προς τη Varna για να συναντηθεί με μια άλλη φίλη του που θα τον βοηθούσε. Το μεταξύ τους όμως τηλεφώνημα υποκλάπηκε από τις αρχές και έτσι έμαθαν τα σχέδια του.
Ενώ βρισκόταν στο τρένο προς τη Varna, αναγνωρίστηκε από έναν αξιωματικό ο οποίος ειδοποίησε τέσσερις μυστικούς αστυνομικούς που του όρμησαν και τον συνέλαβαν.
Η ομολογία και η καταδίκη
Ο Ντιμιτρόφ ανακρίθηκε για την τριπλή δολοφονία. Γνωρίζοντας ότι αντιμετώπιζε τη θανατική ποινή, σε μια προσπάθεια να κλείσει μια συμφωνία για τη ζωή του με τους ανακριτές, ομολόγησε και τις τρεις προηγούμενες δολοφονίες.
Οι έρευνες στο σφραγισμένο πηγάδι και στα άλλα σημεία που είχε υποδείξει ο Ντιμιτρόφ, οδήγησαν στα λείψανα των θυμάτων και επιβεβαίωσαν τις ομολογίες του.
Όταν ερωτήθηκε ο Ντιμιτρόφ για τα κίνητρα που τον οδήγησαν να πραγματοποιήσει αυτά τα φρικτά εγκλήματα, δήλωσε ψυχρά ότι μοναδικός του στόχος ήταν τα χρήματα.

Η δίκη διεξάχθηκε στο στρατοδικείο στη Σόφια, κεκλεισμένων των θυρών. Κράτησε μόνο τρεις ημέρες και ο Ντιμιτρόφ κρίθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες.
Παρά τη συμφωνία, ο δικαστής Georgi Pavlov απέρριψε την έκκλησή του για επιείκεια και καταδίκασε τον Ντιμιτρόφ σε θάνατο.
Όλες οι μετέπειτα προσφυγές του Ντιμιτρόφ απορρίφθηκαν. «Η θανατική ποινή πρέπει να εκτελεστεί», δήλωσε ο αρχηγός της τότε Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, Τοντόρ Ζίβκοβ, στις αρχές Νοεμβρίου του 1981.
Αν και η ακριβής ημερομηνία είναι ασαφής, γνωρίζουμε ότι τελικά ο ταγματάρχης Ντιμιτρόφ εκτελέστηκε αργότερα το ίδιο έτος.
Μετά την ολοκλήρωση της δίκης, ο εσωτερικός έλεγχος οδήγησε σε απολύσεις δύο υπαρχηγών και αρκετών άλλων υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών για κακή διαχείριση της υπόθεσης.
Το «θάψιμο» της υπόθεσης από τις Βουλγαρικές αρχές
Οι πληροφορίες για την υπόθεση είναι ελάχιστες και, όπως δείχνουν τα πράγματα, οι Βουλγαρικές αρχές έχουν επιχειρήσει να θάψουν την υπόθεση.
Το 1992, το περιοδικό «Κοινωνία και Δίκαιο» στο τεύχος 3 έγραψε για την υπόθεση.
Το 2020, ο Δρ. Dimcho Kalev, ο ιατροδικαστής που πραγματοποίησε τις αυτοψίες στα τελευταία θύματα του Ντιμιτρόφ, μίλησε για την υπόθεση, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής του, σχετικά με την καριέρα του στη Βουλγαρία και ενώ ο ίδιος εργαζόταν πλέον στη Νότια Αφρική.
Σχολιάστε