Η 16χρονη μαθήτρια μαζική δολοφόνος που σκότωσε επειδή «δεν της άρεσαν οι Δευτέρες»

Η σκοτεινή ιστορία της Μπρέντα Σπένσερ που πήρε δώρο Χριστουγέννων από τον πατέρα της το όπλο του μακελειού.

Η οπλοκατοχή στις ΗΠΑ

Το πρόβλημα της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ είναι μεγάλο και έντονο. Πιο μεγάλο, ωστόσο, είναι το λόμπι που υποστηρίζει την εύκολη απόκτηση όπλου από τον οποιονδήποτε. Και αν τα πολλαπλά αιματηρά περιστατικά έχουν κάνει την αγορά ενός όπλου λίγο πιο δύσκολη στις μέρες μας, αυτό δεν συνέβαινε και πριν μερικές δεκαετίες όπου οι διαφορές από το να πας σε ένα σούπερ μάρκετ για να ψωνίσεις ή σε ένα οπλοπωλείο ήταν ελάχιστες.

Οι ΗΠΑ έχουν πληρώσει βαρύ τίμημα για την οπλοκατοχή. Πολλά περιστατικά, μάλιστα, έχουν συμβεί σε σχολεία και δράστες είναι ανήλικοι μαθητές. Η αιματοβαμμένη ιστορία της 16χρονης Μπρέντα Σπένσερ είναι η πρώτη στη σύγχρονη ιστορία της χώρας και το παρασκήνιό της εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να προκαλεί πολλές συζητήσεις και να χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς. Ο λόγος είναι πως πίσω από την παιδική δικαιολογία της 16χρονης πως πυροβόλησε κατά μαθητών επειδή «μισούσε τις Δευτέρες», κρύβονται δύο μεγάλα και θεμελιώδη προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας – για τα οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.

Brenda-Spencer-οπλοκατοχή

Ποια ήταν η Μπρέντα Σπένσερ

Η Brenda Ann Spencer (03.04.1962-) είχε μακριά πυρόξανθα μαλλιά, φακίδες στο πρόσωπο και φορούσε φαρδιά, λουλουδάτα ρούχα. Βαριόταν το σχολείο και της άρεσε η φωτογραφία. Το πρωί της 29ης Ιανουαρίου του 1979 σηκώθηκε από το κρεβάτι της και συνειδητοποίησε ότι είναι Δευτέρα.

Οι Δευτέρες είναι ούτως ή άλλως βασανιστικές, πόσο μάλλον όταν συνδυάζονται με τη νωχελικότητα της εφηβείας.

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια

Η 16χρονη ζούσε στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια.Τα παιδικά της χρόνια είχαν σημαδευτεί από διάφορα γεγονότα, από αυτά που αφήνουν σημάδια στις ψυχές των μικρών παιδιών. Μέσα σε όλα, οι γονείς της είχαν χωρίσει ήδη από το 1972 και η μικρή ζούσε σε ένα μικρό σπίτι μαζί με τον πατέρα της Γουάλας (Wallace Spencer). Απέναντι από το σπίτι υπήρχε ένα δημοτικό σχολείο, το Grover Cleveland Elementary School,που, λίγα χρόνια μετά, θα γινόταν η σκηνή ενός αδιανόητου μακελειού.

Το δώρο του… Άη Βασίλη

Τα Χριστούγεννα του 1978,η Μπρέντα είχε ζητήσει ένα ραδιόφωνο, αλλά τελικά ο “Άγιος Βασίλης” τής έφερε ένα ελαφρύ… 22άρι ημιαυτόματο τουφέκι,ειδικό για μικρόσωμους σκοπευτές. Η έφηβη ήταν πολύ καλή στη σκοποβολή, αφού προπονούνταν με τον πατέρα της με τα δικά του όπλα.

Brenda-Spencer-portraits

Το μακελειό στο Δημοτικό σχολείο

Τη Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 1979,η Μπρέντα ζήτησε από τον πατέρα της να μην πάει στο σχολείο γιατί δεν αισθανόταν καλά. Εκείνος δέχθηκε. Ο πατέρας της έφυγε από το σπίτι στις 7 το πρωί. Μία ώρα αργότερα, η μικρή κατευθύνθηκε στο παράθυρο του δωματίου της από το οποίο είχε άμεση οπτική επαφή με την είσοδο του δημοτικού σχολείου. Η απόσταση που χώριζε την Μπρέντα από τα κάγκελα του σχολείου δεν ξεπερνούσε τα 50 μέτρα.

Στις 8.15, ο διευθυντής του σχολείου Μπέρτον Ραγκ (Burton Wragg), ξεκλείδωσε την κεντρική πόρτα και οι μαθητές άρχισαν να καταφθάνουν. Η 16χρονη στόχευσε σαν ελεύθερος σκοπευτής και πάτησε τη σκανδάλη.

Τα θύματα

Η πρώτη που έπεσε τραυματισμένη από τα πυρά της Μπρέντα ήταν η 10χρονη Μόνικα Σέλβιγκ. Ακολούθησαν άλλοι επτά μαθητές.

Εν μέσω των πυρών, ο διευθυντής του σχολείου έσπευσε να βοηθήσει τους τραυματίες. Το ίδιο έκανε και ο σχολικός φύλακας Μάικ Σούκαρ (Mike Suchar). Και οι δύο έπεσαν νεκροί από τους πυροβολισμούς.

Ο 28χρονος αστυνομικός Ρόμπερτ Ρομπ (Robert Robb) που έφτασε πρώτος στο σημείο, τραυματίστηκε πολύ σοβαρά στο λαιμό και η σφαίρα σφηνώθηκε στη σπονδυλική του στήλη. Επέζησε, αλλά κόντεψε να μείνει παράλυτος.

Συνολικά μέσα σε περίπου 20 λεπτά η Μπρέντα πυροβόλησε 36 φορές. Οι 11 από αυτές τις σφαίρες βρήκαν στόχο, σκοτώνοντας δύο άτομα και τραυματίζοντας εννέα ακόμα!

Brenda-Spencer-Μνημείο-θυμάτων

Οι σοκαριστικές δηλώσεις της Σπένσερ

Στο μεταξύ, οι ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, που είχαν φτάσει στην περιοχή, εντόπισαν σχεδόν αμέσως το σημείο απ’ όπου έρχονταν τα πυρά και, προκειμένου να σταματήσει το μακελειό, τοποθέτησαν ένα μεγάλο απορριμματοφόρο κοντά στην είσοδο του σχολείου με σκοπό να «κόψουν» το οπτικό πεδίο του –άγνωστου μέχρι και εκείνη την ώρα–  ελεύθερου σκοπευτή.

Οι αστυνομικοί περικύκλωσαν το σπίτι της 16χρονης, ωστόσο, η ίδια αρνιόταν πεισματικά να παραδοθεί. Ένας δημοσιογράφος από την The San Diego Union-Tribute την πήρε τηλέφωνο και τη ρώτησε γιατί πυροβόλησε τα παιδιά. Η απάντηση της ήταν αποστομωτική:

«Δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες. Ζωντάνεψε λίγο η μέρα».

Όταν σταμάτησε τους πυροβολισμούς,η Μπρέντα κλείστηκε στο σπίτι της για επτά περίπου ώρες, προειδοποιώντας τους αστυνομικούς ότι «θα βγω έξω πυροβολώντας».

Τελικά, περίπου στις 15:30, πήγε στην έξοδο τους σπιτιού, άφησε το τουφέκι στην άσφαλτο  και συνελήφθη από τους εμβρόντητους αστυνομικούς οι οποίοι δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν είδαν την 16χρονη μικροκαμωμένη έφηβη να στέκεται ατάραχη μπροστά τους!

Ατάραχη και Ανέκφραστη

Όταν η Σπένσερ ρωτήθηκε από αστυνομικούς αλλά και ρεπόρτερ για ποιο λόγο το έκανε και ποιος ήταν ο πραγματικός της στόχος, η απάντηση άφησε τους πάντες άφωνους.

«Το έκανα για πλάκα. Δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες. Αυτό μου ζωντάνεψε τη μέρα. Πρέπει να πηγαίνω τώρα» είπε αρχικά.

Όταν ρωτήθηκε για τα θύματά της, συμπλήρωσε:
«Πυροβόλησα ένα γουρούνι (εννοώντας τον αστυνομικό), νομίζω ότι θέλω κι άλλο. Το διασκεδάζω. Δεν είχα κάποιο λόγο για αυτό, και είχε πλάκα. Ήταν σαν να πυροβολείς πάπιες στη λίμνη, (εννοώντας προφανώς τους μικρούς μαθητές) μοιάζανε σαν ένα κοπάδι από αγελάδες που στέκεται ακίνητο. Ήταν πραγματικά εύκολος στόχος!»

Οι ανατριχιαστικές αποκαλύψεις

Αργότερα, οι αρχές ανακάλυψαν σιγά σιγά διάφορες ανατριχιαστικές πληροφορίες. Το όπλο που χρησιμοποίησε η 16χρονη Σπένσερ ήταν δώρο του πατέρα της για τα Χριστούγεννα. Μαζί της είχε χαρίσει και 400 σφαίρες – ένα δώρο που εκείνη δεν ζήτησε ποτέ.
«Ζήτησα ένα ραδιόφωνο κι εκείνος μου έφερε όπλο», δήλωσε η Σπένσερ. Μάλιστα, την εβδομάδα πριν την επίθεση, η Σπένσερ είπε στους συμμαθητές της πως «επρόκειτο να κάνει κάτι μεγάλο για να βγει στη τηλεόραση».

Brenda-Spencer-εφημερίδες

Η καταδίκη

Λόγω της σοβαρότητας του εγκλήματος, η Σπένσερ δικάστηκε ως ενήλικας. Στις 4 Απριλίου 1980, μία μέρα μετά τα 18α γενέθλιά της, κρίθηκε ένοχη για διπλή ανθρωποκτονία και επίθεση με φονικό όπλο. Καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 25 ετών έως ισόβια,αφού ομολόγησε τις πράξεις της.

Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στις γυναικείες φυλακές της Νότιας Καλιφόρνια (California Institute for Women). Από το 1993, έκανε πολλές αιτήσεις προκειμένου να αποφυλακιστεί υπό όρους. Όλες απορρίφθηκαν. Η επόμενη ακρόαση για αίτημα αποφυλάκισης θα γίνει το 2025.

Πρόκειται ίσως για το πρώτο σύγχρονο περιστατικό πυροβολισμών σε σχολείο.

Η σεξουαλική κακοποίηση και τα ναρκωτικά

Αυτό που προέκυψε από την έρευνα ήταν ένα πορτραίτο ενός αμελούς και προβληματικού οικογενειακού περιβάλλοντος. Οι γονείς της Σπένσερ είχαν πάρει διαζύγιο επτά χρόνια νωρίτερα και έμενε με τον πατέρα της σε ένα σπίτι γεμάτο με κουτάκια μπύρας και μπουκάλια από ουίσκι. Μάρτυρες δήλωσαν πως η Σπένσερ μιλούσε συχνά για όπλα και πως πυροβολούσε αλουμινένια κουτάκια και πουλιά για διασκέδαση.
Μέσω των ερευνών οι αστυνομικοί ανακάλυψαν πως η Μπρέντα και ο πατέρας της κοιμόντουσαν στο ίδιο στρώμα στο πάτωμα.

Στα χρόνια που ακολούθησαν ήρθαν στο φως πολλές και αντικρουόμενες πληροφορίες. Οι τοξικολογικές εξετάσεις των αρχών δεν έδειξαν σημάδια ουσιών ούτε στο αίμα ούτε στα ούρα της Σπένσερ. Ωστόσο, σε μία συνέντευξή της, το 1993, η Σπένσερ ισχυρίστηκε πως το πρωινό της επίθεσης είχε πιει ουίσκι, είχε καπνίσει μαριχουάνα και είχε πάρει PCP – ο συνδυασμός των οποίων της είχε δημιουργήσει παραισθήσεις πως έβλεπε κομάντο έξω απ’ το παράθυρό της.

Στην ακρόαση του δικαστηρίου το 2001, η Σπένσερ αποκάλυψε επίσης πως ο πατέρας της την κακοποιούσε σεξουαλικά κάθε νύχτα από όταν εκείνη ήταν μόλις εννέα χρόνων. Οι δικηγόροι και οι κρατικοί αξιωματούχοι ήταν σκεπτικοί, πιστεύοντας πως αν αυτές οι κατηγορίες ήταν αληθινές, θα είχαν βγει στην επιφάνεια 20 χρόνια πριν.

Η αντίδραση του πατέρα

Ο Γουάλας Σπένσερ αρνήθηκε τις κατηγορίες, ωστόσο η προσπάθειά του να πείσει γι’ αυτά που έλεγε δέχθηκε πλήγμα. Έναν χρόνο μετά την κάθειρξη της κόρης του, παντρεύτηκε την 17χρονη πρώην συγκρατούμενή της, Σίλα, αφού έμεινε έγκυος με το παιδί του. Όσοι την έβλεπαν, σχολίαζαν ότι έμοιαζε συγκλονιστικά με την Μπρέντα. Η Σίλα εγκατέλειψε τον Γουάλας και την κόρη της μετά από λίγα χρόνια γάμου.

… ΜΟΛΙΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΤΗΚΕΣ

“Ο Γιώργος Λάμπρος κάνει σίγουρα μία εντυπωσιακή είσοδο στο χώρο της αστυνομικής μυθοπλασίας, συνδιάζοντας αριστοτεχνικά σε αυτή τη συλλογή τις περισσότερες κατηγορίες της λογοτεχνίας μυστηρίου.”

Η μετανιωμένη δολοφόνος

Στην ίδια ακρόαση, η Σπένσερ, για πρώτη φορά, έδειξε μετανιωμένη δημοσίως για τις πράξεις της. Απολογήθηκε στα θύματα της, ενώ για πρώτη φορά δήλωσε πως:
«Με κάθε ανάλογη επίθεση πυροβολισμού σε σχολεία, νιώθω πως είμαι εν μέρει υπεύθυνη». «Κι αν πήραν την ιδέα απ’ αυτό που έκανα;» συμπλήρωσε, ενώ κατέληξε δηλώνοντας ότι δεν θυμάται τίποτε από το γεγονός.

Στη φυλακή η Μπρέντα εξετάστηκε από ειδικούς και διαπιστώθηκε πως έπασχε από κατάθλιψη ενώ ήταν και επιληπτική.

Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας

Η αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας διαγιγνώσκεται σε άτομα άνω των δεκαοκτώ (18) ετών. Χαρακτηριστικά συμπτώματα μπορεί να παρατηρηθούν από την ηλικία των δεκαπέντε (15) ετών. Η Μπρέντα Σπένσερ εκδήλωσε συμπτώματα της αντικοινωνικής διαταραχής από πολύ νωρίς:

# Χρόνια και διάχυτη διάθεση για περιφρόνηση και καταπάτηση των δικαιωμάτων των άλλων.
# Δόλο, παρορμητικότητα και επιθετικότητα.
# Λειτούργησε απερίσκεπτα, αδιαφορώντας για τη δική της ασφάλεια, όσο και των γύρω της.
# Η ανευθυνότητά της συνοδεύτηκε από έλλειψη ενοχής, απουσία τύψεων και ενσυναίσθησης.

Brenda-Spencer-ΑΔΠ

Η σκοτεινή πλευρά

Εκεί άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια η σκοτεινή πλευρά της. Οι γείτονες έκαναν λόγο για ένα κορίτσι με προβληματική συμπεριφορά που είχε βίαιες εξάρσεις. Όταν μια από τις συγκρατούμενές της αποφυλακίστηκε, είπε πως η Μπρέντα αυτοτραυματιζόταν γράφοντας με αιχμηρά αντικείμενα στο σώμα της, τις λέξεις «θάρρος» και «υπερηφάνεια». Αυτό έκανε έναν εισαγγελέα να πει πως η Σπένσερ αντιμετωπίζει και ψυχωτικά επεισόδια.

Αποκεφάλιζε κούκλες όταν ήταν πολύ νεότερη. Αυτό φόβισε τα παιδιά της γειτονιάς της και μεγάλωσε ως μοναχικό παιδί. Το γεγονός ότι φαίνεται να έχει απομονωθεί κοινωνικά από τους συνομηλίκους της, ίσως ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλε στη συμπεριφορά της.

Το 2009, στην ακροαματική διαδικασία για την αίτηση αναστολής, η Μπρέντα Σπένσερ είπε για πρώτη φορά πως πραγματοποίησε την επίθεση με την ελπίδα πως κάποιος αστυνομικός θα την πυροβολούσε και θα την σκότωνε.
«Ήθελα να αυτοκτονήσω, αλλά δεν είχα τη δύναμη να το κάνω μόνη μου. Όσες φορές είχα προσπαθήσει είχα αποτύχει», είπε στους δικαστές!

Καλλιτεχνική έμπνευση – το τραγούδι “σταθμός”

Το «I don’t like Mondays» είναι η μεγάλη επιτυχία των Boomtown Rats και από τα διαχρονικά τραγούδια του βρετανικού «νέου κύματος» (new wave) στα τέλη της δεκαετίας του ‘70.

Το τραγούδι γράφτηκε από τον Μπομπ Γκέλντοφ (Bob Geldof), ηγετική μορφή του ιρλανδικού συγκροτήματος και γνωστό στο ευρύ κοινό από τη διοργάνωση των φιλανθρωπικών συναυλιών Live Aid το 1985.

Brenda-Spencer-Bob-Geldof

Ο Γκέλντοφ πληροφορήθηκε την είδηση από το τέλεξ του  ραδιοφωνικού σταθμού WRAS-FM στην Ατλάντα της Τζόρτζια, ενώ ετοιμαζόταν να δώσει συνέντευξη. Συγκλονίστηκε από το συμβάν και σε λίγες ημέρες έγραψε το τραγούδι, που κυκλοφόρησε ως σινγκλ στις 21 Ιουλίου 1979 και συμπεριλήφθηκε στο τρίτο άλμπουμ του συγκροτήματος «The Fine Art of Surfacing», που κυκλοφόρησε στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου.
Ανέβηκε σχεδόν αμέσως για τέσσερις εβδομάδες στο Νο1 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών (28 Ιουλίου – 24 Αυγούστου 1979), αλλά δεν γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία στις ΗΠΑ.
Μάλιστα, η οικογένεια της Μπρέντα Σπένσερ, προσπάθησε να το απαγορέψει, αλλά χωρίς επιτυχία. Η ίδια η Μπρέντα, ωστόσο, έστειλε μέσα από τη φυλακή γράμμα στον Γκέλντοφ με το οποίο τον ευχαριστούσε που την έκανε διάσημη.

Ο Geldof εξηγεί πώς έγραψε το τραγούδι

«Έκανα μια ραδιοφωνική συνέντευξη στην Ατλάντα με τον Johnnie Fingers και υπήρχε ένα μηχάνημα τέλεξ δίπλα μου. Το διάβασα όπως βγήκε. Το να μην σου αρέσουν οι Δευτέρες ως λόγος για να κάνεις κάτι τέτοιο, είναι λίγο περίεργο. Το σκεφτόμουν στο δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο και μόλις είπα «το τσιπ πυριτίου μέσα στο κεφάλι της είχε αλλάξει σε υπερφόρτωση» («silicon chip inside her head had switched to overload» στίχος του τραγουδιού). Το έγραψα. Και οι δημοσιογράφοι που της πήραν συνέντευξη τη ρώταγαν διαρκώς «Πες μου γιατί;» («Tell me why?», φράση που επαναλαμβάνεται στο ρεφρέν). Ήταν μια τόσο παράλογη πράξη. Ήταν η τέλεια παράλογη πράξη και αυτός ήταν ο τέλειος παράλογος λόγος για να το κάνω. Ίσως λοιπόν έγραψα το τέλειο παράλογο τραγούδι για να το εικονογραφήσω. Σίγουρα δεν ήταν μια προσπάθεια εκμετάλλευσης της τραγωδίας

Τα επόμενα χρόνια, ο Geldof παραδέχτηκε ότι μετάνιωσε που έγραψε το τραγούδι επειδή «έκανε διάσημη τη Brenda Spencer».

Boomtown Rats – I Don’t Like Mondays:

Ταινίες και τηλεόραση

(1982) «The killing of America», ιαπωνικό-αμερικανικό ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει την παρακμή των ΗΠΑ αναφέροντας διάφορες αληθινές ιστορίες, ανάμεσά τους τη δολοφονία του John F. Kennedy, του John Lennon και την υπόθεση της Brenda Spencer. Σκηνοθεσία: Sheldon Renan και Leonard Schrader. Διάρκεια 90min.

(2006) «I don’t like Mondays», βρετανικό ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία John Dower όπου ασχολείται αποκλειστικά με την υπόθεση Spencer. Διάρκεια 49min.

Σε τηλεοπτικά σήριαλ – ντοκιμαντέρ η ιστορία παρουσιάστηκε:
Στις 9 Οκτωβρίου 2008, στο επεισόδιο «Thrill killers» της σειράς «Deadly Women».
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2014, στο επεισόδιο «Deadly Compulsion» της σειράς «Lifetime Movies: Killer Kids».

Brenda-Spencer-posters

Σημείο αναφοράς

Η ιστορία της 16χρονης, σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς. Για πολλούς είναι η υπόθεση που αποκαλύπτει δυο πυορροούσες πληγές της αμερικάνικης κοινωνίας. Η πρώτη έχει να κάνει με την οπλοκατοχή και η δεύτερη με τα οικογενειακά προβλήματα τα οποία -ειδικά στον Νότο- μένουν καλά κλειδωμένα πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες και έρχονται στην επιφάνεια μόνο μέσα από αιματοβαμμένα ξεσπάσματα όπως εκείνο της 29ης Ιανουαρίου 1979.

Έρευνα: Στέλλα Κουρμούλη

Πηγές

Additional links