Μια μοναδική υπόθεση στα ελληνικά χρονικά όπου ίσως το θύμα ήταν περισσότερο ένοχο από τον δράστη
Αν και σπάνια στο συγκεκριμένο site/blog αναφερόμαστε σε υποθέσεις που έχουν μόνο ένα θύμα, κάποιες φορές και κάτω από ορισμένες συνθήκες παραβλέπουμε αυτόν τον κανόνα. Για παράδειγμα, έχουμε μιλήσει για τη δολοφονία του Νίκου Σεργιανόπουλου, επειδή υπήρχαν κάποιες ιδιαιτερότητες και το θύμα ήταν επώνυμο. Επώνυμος ήταν και ο Άκης Πάνου, μόνο που στη δική του περίπτωση ήταν ο δολοφόνος και όχι το θύμα.
Στη σημερινή όμως υπόθεση, θύμα και θύτης ήταν δυο καθημερινοί και εντελώς άγνωστοι συνάνθρωποι μας. Ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας αυτής της υπόθεσης είναι ότι ο θύτης δολοφόνησε το θύμα «κατά παραγγελία» του θύματος.
Η Γεωργία Βαγενά – το θύμα
Η Γεωργία Βαγενά (ή «Γιόλα» κατά τους φίλους της), ήταν μια 40χρονη γυναίκα που εργαζόταν σαν οδοντογιατρός. Ήταν παντρεμένη 20 χρόνια με τον γιατρό Παναγιώτη Κοντέση και ζούσαν μια φαινομενικά ευτυχισμένη ζωή, πάντοτε ερωτευμένοι. Έτσι τουλάχιστον πίστευε η Γιόλα, κρίνοντας από τον μεγάλο έρωτα που ένιωθε η ίδια για τον σύζυγό της.
Και ξαφνικά, η ζωή της γκρεμίστηκε. Ο σύζυγός της της ανακοίνωσε ότι ήθελε να χωρίσουν και ότι ήδη είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση. Μάλιστα, με μια κατά πολύ νεότερη γυναίκα, νοσηλεύτρια.
Η ψυχή της Γιόλας έγινε κομμάτια και έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, σε τέτοιο βαθμό που ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή της. Κατανοώντας κι η ίδια την κατάσταση της, ζήτησε άμεσα ψυχολογική υποστήριξη σε έναν ψυχίατρο. Η αγωγή με τα χάπια που της πρότεινε όμως, δεν βελτίωσε την ψυχολογία της. Οι αυτοκτονικές της τάσεις, αντί να λιγοστεύουν γίνονταν όλο και πιο επιτακτικές.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν ακόμη περισσότερο, όταν ο σύζυγος της ανήμερα των Χριστουγέννων, της ζήτησε να φύγει από το σπίτι. Η Γιόλα τότε του είπε ότι σκόπευε να αυτοκτονήσει. Κι εκείνος της απάντησε ψυχρά:
«Αυτό είναι επιλογή σου».
Η Γιόλα Βαγενά, αναζητά τον δολοφόνο της
Πλέον, η μοναδική επιθυμία της Γιόλας ήταν η αυτοκτονία. Όμως η ίδια δεν είχε τη δύναμη για κάτι τέτοιο. Κανείς δεν γνωρίζει εάν είχε κάνει κάποιες αποτυχημένες απόπειρες ή όχι, πάντως αποφάσισε να ζητήσει από άλλους ανθρώπους να την βοηθήσουν σε αυτήν της την απόφαση.
Πρώτα το ζήτησε από την αδελφή της. Της είπε συγκεκριμένα ότι ήθελε να ανέβει στην ταράτσα του σπιτιού της και εκείνη να την σπρώξει.
Στη συνέχεια, ρώτησε έναν ελαιοχρωματιστή εάν γνώριζε κάποιον ηλεκτρολόγο που θα συνέδεε τα ηλεκτρικά καλώδια με τέτοιον τρόπο ώστε μόλις η ίδια έμπαινε στο μπάνιο της για ντους, να πάθαινε ηλεκτροπληξία. Σύμφωνα με την κατάθεση του ελαιοχρωματιστή, σε αυτήν την περίπτωση θα επιχειρούσε η Γιόλα να παρασύρει και τον άντρα της σε αυτό το θανατηφόρο μπάνιο.
Ακόμα και τον αδελφό του άντρα ρώτησε εάν γνώριζε κάποιον άνθρωπο που θα τον πλήρωνε για να τη σκοτώσει.
Όλοι βέβαια αρνήθηκαν, χωρίς όμως να παίρνουν και πολύ στα σοβαρά τις προθέσεις της Γιόλας.
Ματθαίος Μονσελάς – ο θύτης
Ο 39χρονος Ματθαίος (ή «Μάνθος») Μονσελάς ήταν ένας «κλειστός», μοναχικός και ευαίσθητος άνθρωπος, εύπιστος και με αδύναμο χαρακτήρα. Δεν είχε κάποια συντροφική σχέση αλλά ούτε και ιδιαίτερους φίλους. Εργαζόταν σε ένα χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων (πάρκινγκ) στη Χαριλάου Τρικούπη στο κέντρο της Αθήνας.
Επί 4 συνεχόμενα έτη, καθημερινά συναντιόταν με την Γιόλα Βαγενά, όταν εκείνη άφηνε στο πάρκινγκ το αυτοκίνητο της, μιας και ήταν δίπλα στο ιατρείο της. Η σχέση τους περιορίζονταν στο τυπικό «καλημέρα» το πρωί και «καλησπέρα» το απόγευμα, οπότε δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί τι έκρυβε μέσα στην πονεμένη ψυχή της η συγκεκριμένη πελάτισσα.
Η αρχή μιας φιλίας
Η Γιόλα ήταν αυτή που έκανε την αρχή και ξεκίνησε να μιλάει περισσότερο στον Μονσελά. Ο Μονσελάς αρχικά κολακεύτηκε και, αν και ντροπαλός με τις γυναίκες, άρχισαν να συζητάνε πλέον και για προσωπικά θέματα.
«Έλα από το ιατρείο να σου φτειάξω τα δόντια», του είπε η Γιόλα. Κι όντως, τρεις φορές την επισκέφθηκε στο ιατρείο της, αλλά ποτέ δεν ασχολήθηκαν με τα δόντια του, γιατί ο Μονσελάς φοβόταν υπερβολικά τον «τροχό» των οδοντογιατρών.
Μια ιδιόμορφη φιλία ξεκίνησε και το ζευγάρι πλέον άρχισε τις βόλτες με το αυτοκίνητο. Βόλτες που κρατούσαν από λίγες ώρες για έναν καφέ, μέχρι και πολλές ώρες σε ταξίδια εκτός Αθηνών. Το μόνιμο θέμα συζήτησης μεταξύ του ζευγαριού, ήταν ο αποτυχημένος γάμος της Γιόλας και η επιθυμία της να αυτοκτονήσει.
Όταν ο Μονσελάς συνειδητοποίησε ότι η σχέση τους δεν είχε ερωτική προοπτική – άλλωστε και ο ίδιος δήλωσε αργότερα ότι δεν ενδιαφερόταν ερωτικά για την Γιόλα μιας και υπήρχε μεταξύ τους μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό χάσμα – σκέφθηκε να ξεκόψει. Τον εμπόδιζε όμως το ότι γνώριζε πως ήταν ο μόνος που είχε πάρει σοβαρά τις προθέσεις της και πίστευε ότι μπορούσε να τη βοηθήσει να το ξεπεράσει.
Από τη μεριά της η Γιόλα συνέχισε αυτές τις βόλτες γιατί για την ίδια αποτελούσαν «πρόβες θανάτου».
Η Γιόλα πιέζει τον Ματθαίο να τη σκοτώσει
Κάποιο βράδυ που επέστρεφαν σπίτι με το αυτοκίνητο της Γιόλας, εκείνη του έδειξε ένα όπλο:
«Σε παρακαλώ, πάμε να το τελειώνουμε» του είπε. Εκείνος τρομοκρατήθηκε και της πήρε το όπλο μέσα από τα χέρια. Όταν ένιωσε ότι η Γιόλα ηρέμησε, της το επέστρεψε και έφυγε για το σπίτι του.
Αυτό επαναλήφθηκε λίγες ημέρες αργότερα, στο Σχηματάρι. Τότε ο Μονσελάς, πήρε το όπλο αλλά πυροβόλησε στον αέρα, σε μια προσπάθεια να την τρομάξει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Τις επόμενες ημέρες η Γιόλα οδηγούσε τον Ματθαίο σε απόμερες περιοχές στην Αττική, την Κόρινθο τη Χαλκίδα και τη Λαμία.
«Σκότωσε με τώρα. Δεν μας βλέπει κανένας εδώ και δεν κινδυνεύεις να σε πιάσουν», του έλεγε κάθε φορά, αλλά εκείνος αντιστέκονταν.
Η πίεση που του ασκούσε για να τη σκοτώσει ήταν τεράστια και γινόταν πλέον σε καθημερινή βάση. Η Γιόλα ήξερε ότι οι άμυνες του είχαν αρχίσει να πέφτουν κι ότι σύντομα θα τον έπειθε.
Η μοιραία νύχτα του φόνου
Στις 11 Ιανουαρίου του 1994, η Γιόλα ζήτησε από τον Ματθαίο να πάνε βόλτα άλλο ένα βράδυ. Αν και ο Μονσελάς αρχικά αρνήθηκε, τελικά υπόκυψε στις πιέσεις της και πήγανε μαζί προς το Μαρκόπουλο.
Κάπου στη Βραυρώνα, η Γιόλα επέλεξε το απόμερο σημείο που ήθελε, σταμάτησε το αυτοκίνητο, έδωσε το όπλο της στον Μονσελά και βγήκε έξω.
«Άντε, καλά είναι εδώ. Σκότωσε με», πρόσταξε και του γύρισε την πλάτη της. Φόρεσε στα αυτιά της ωτοασπίδες και περίμενε έτσι ακίνητη.
Αυτή τη φορά ο Μονσελάς δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Η πρώτη σφαίρα δεν βρήκε τον στόχο – ίσως επίτηδες σε μια τελευταία προσπάθεια του Μονσελά να τρομάξει το θύμα του και να του ζητήσει να σταματήσει. Όμως εκείνη παρέμεινε ακίνητη.
«Τώρα πυροβόλα», φαίνεται να του είπε.
«Πυροβόλησα από απόσταση δύο περίπου μέτρων, τρεις φορές κατ’ αυτής. Αυτή τότε έπεσε κάτω και καθώς έπεφτε άκουσα ένα βογκητό της», περιέγραψε αργότερα ο Μονσελάς.
«Το μόνο που ήθελα ήταν να την τραυματίσω. Γι’ αυτό σημάδεψα στα σημεία του σώματος που κανονικά δεν έπρεπε να πεθάνει».
Όμως η Γεωργία Βαγενά, εκείνη τη στιγμή άφησε την τελευταία της πνοή.
Η αντίδραση του Μονσελά μετά το έγκλημα
Πανικόβλητος ο Μονσελάς, εγκατέλειψε το πτώμα της Βαγενά όπως ήταν και οδήγησε το αυτοκίνητο της μέχρι τον Κουβαρά. Σε ένα απόμερο σημείο άφησε το αυτοκίνητο και πέταξε πιο μακριά τα κλειδιά του αυτοκινήτου και το όπλο του φόνου. Στη συνέχεια βγήκε στον κεντρικό δρόμο κι έκανε ωτοστόπ μέχρι τη Γλυφάδα. Από εκεί, επειδή είχε πλέον ξημερώσει, πήρε ένα ταξί και πήγε στη δουλειά του.
Η σύλληψη και η ομολογία
Δύο μέρες αργότερα, η αστυνομία βρήκε το πτώμα της Γεωργίας Βαγενά. Οι έρευνες για το φονικό στράφηκαν στα κοντινά της πρόσωπα, γρήγορα όμως οι Αρχές οδηγήθηκαν στον Μονσελά. Αν και αρχικά ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος την ώρα του φόνου βρισκόταν στην Πάτρα, οι αντιφάσεις του τον οδήγησαν στην ομολογία.
«Ό,τι έκανα το έκανα από οίκτο προς τη Γιόλα», θα τους πει.
«Πίστευα ότι δεν θα πέθαινε και ότι μετά από αυτό θα μετάνιωνε και δεν θα με ξαναενοχλούσε, ο δε σύζυγός της, στον οποίο είχε πει ότι θα αυτοκτονούσε, θα την έπαιρνε στα σοβαρά και θα ξανασμίγανε.»
Η δίκη του Ματθαίου Μονσελά
Στη δίκη που ακολούθησε, δικαστές και ένορκοι ένιωθαν μεγάλη αμηχανία. Ήταν η πρώτη φορά που δικάζονταν μία κατά παραγγελία δολοφονία. Πολλοί ήταν οι μάρτυρες που κατέθεσαν για την άσχημη ψυχολογική κατάσταση της Βαγενά αλλά και για το ότι επιζητούσε τον θάνατο, που τον έβλεπε ως λύτρωση στο πρόβλημα της. Έτσι, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι η Βαγενά πίεζε τον Μονσελά να τη σκοτώσει.
Η εισαγγελέας του Μικτού Κακουργιοδικείου Αθηνών, Ευσταθία Σπυροπούλου, δήλωσε ότι ηθικός αυτουργός του εγκλήματος ήταν ο σύζυγος του θύματος. Στη συνέχεια κατηγόρησε τον Μονσελά:
«Η Βαγενά αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιους ανθρώπους. Ανταπόκριση είχε από τον κατηγορούμενο. Αυτός, αντί να της δώσει κουράγιο, προσφέρθηκε να δώσει τέρμα στη ζωή της».
(…) «Πώς θα την απέτρεπε από την ιδέα του θανάτου, όπως μας είπε εδώ, όταν την οδηγούσε σε μέρη ερημικά και σκοτεινά; Πώς προσπαθούσε να την αποτρέψει με εικονικές εκτελέσεις; Έχουμε έναν κατηγορούμενο που διέπραξε ένα στυγνό έγκλημα, του οποίου το μυστικό πήρε μαζί του το θύμα και δεν ξέρουμε αν κι εκείνο το βράδυ του ζήτησε να τη σκοτώσει. Υπήρξε μεθόδευση από πλευράς του να εξαφανίσει τα ίχνη που θα οδηγούσαν στη σύλληψή του. Ενήργησε συνειδητά και με πλήρη διαύγεια. Φρονώ ότι υπήρχε κάποιας μορφής επιρροή του θύματος, ζητώ όμως να κηρυχτεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο, με μόνο ελαφρυντικό αυτό του προτέρου εντίμου βίου.
Τυχόν εφαρμογή του άρθρου 300 θα προκαλέσει νομικό άλλοθι για το μέλλον και θα υπάρχει πάντοτε ένας Μονσελάς που θα μας λέει ότι θανατώνει επειδή πιστεύει ότι το θύμα πάσχει από ανίατη ασθένεια. Αν δεν υπήρχε το χέρι του Μονσελά, που τόσο αλόγιστα και ελαφρά έκοψε το νήμα της ζωής της, η Γιόλα Βαγενά θα ήταν ζωντανή και θα είχε βρει λύση στο πρόβλημά της.»
Άλλα σχόλια για τη δίκη
Ο καθηγητής εγκληματολογίας, Γιάννης Πανούσης δήλωσε (theartofcrime.gr):
«Ενώ ψυχολογικά και ηθικά πιο πολύ είδα την υπόθεση σαν αυτοκτονία μέσω τρίτου, ποινικά ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διακριθεί και να τεκμηριωθεί. Το γράμμα του νόμου δεν βοηθά. (…)
Κατά την κρατούσα άποψη το ατιμώρητο της αυτοκτονίας δεν σημαίνει πως το άτομο δικαιούται να διαθέσει τη ζωή του κατά τρόπο που να νομιμοποιεί την ανθρωποκτόνο πράξη ενός άλλου. Άρα οφείλουμε να μελετήσουμε το μέγεθος της ποινικής ευθύνης του τρίτου, μελετώντας τη σχέση θύτη-θύματος που σ΄ αυτές τις περιπτώσεις είναι περίπλοκες».
Η καταδίκη και η ποινή
Το δικαστήριο δυσκολεύτηκε να αποφασίσει την ποινή σε αυτήν την πρωτόγνωρη υπόθεση.
Οι Νόμοι που επικαλέστηκε η υπεράσπιση, ήταν:
Άρθρο 300 ΠΚ: «Όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι’ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια τιμωρείται με φυλάκιση.»
Άρθρο 301 ΠΚ: «Όποιος με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατ’ αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση.»
Άρθρο 30 π1 ΠΚ: «Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν. Αν όμως η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια».
Πάραυτα, ως ελαφρυντικά λειτούργησαν μόνο ο πρότερος έντιμος βίος και το γεγονός ότι δεν είχε κανένα προσωπικό όφελος από το έγκλημα του.
Η απόφαση όμως τελικά θεωρήθηκε επιεικής αφού το δικαστήριο επέβαλε στον Μονσελά κάθειρξη 12 ετών και 9 μηνών. Στο Εφετείο που πήγε αργότερα η υπόθεση, αφαιρέθηκαν μόλις 3 μήνες από την ποινή της πρωτόδικης απόφασης.
Πριν οδηγηθεί στις φυλακές Κορυδαλλού, ο Ματθαίος Μονσελάς δήλωσε: «Πιστεύω ότι ο Θεός και η Γιόλα με έχουν δικαιώσει».
Η αποφυλάκιση και οι μέρες μετά
Ύστερα από βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, ο Ματθαίος Μονσελάς αποφυλακίστηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1998, έχοντας εκτίσει μόνο κάτι λιγότερο από 5 χρόνια από την ποινή του.
Αρχικά αγόρασε ένα παλιό Citroen κι ένα μικρό μεταχειρισμένο τροχόσπιτο για να έχει κάπου να μένει. Στη συνέχεια προσπάθησε να βρει δουλειά. Ξεκίνησε από το πάρκινγκ που εργαζόταν νωρίτερα, αλλά ο ιδιοκτήτης του χώρου αρνήθηκε να τον επαναπροσλάβει φοβούμενος ότι θα έχανε μέρος της πελατείας του.
Με δυσκολία βρήκε δουλειά σε ένα ferry-boat της γραμμής, ως υπεύθυνος στα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Μόλις όμως οι γονείς των παιδιών που έπαιζαν τον αναγνώριζαν, απομάκρυναν αμέσως τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα την πτώση του τζίρου στα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Δύο μήνες μετά, απολύθηκε.
Οπουδήποτε αλλού αναζήτησε δουλειά, με το ποινικό του μητρώο αλλά και την αναγνώριση που υπήρχε στο πρόσωπο του λόγο της έκτασης της υπόθεσης, έβρισκε την πόρτα κλειστή.
Όταν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, νεοναζιστές του έκαψαν το αυτοκίνητο και το τροχόσπιτο, κατέληξε στο δρόμο. Από τότε ζει ως άστεγος. Τελευταία φορά εθεάθη στην ευρύτερη περιοχή του Φιλοπάππου να κυκλοφορεί παρέα με έναν αδέσποτο σκύλο. Ζούσε όπου έβρισκε, κυρίως σε μια σπηλιά της περιοχής και σιτιζόταν από τα συσσίτια του ΙΝ Αγίου Νικολάου στου Φιλοπάππου και από ότι έβρισκε στο δρόμο.
Το 2017 ο Ματθαίος Μονσελάς βρέθηκε ξανά αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη, ύστερα από καταγγελία της αστυνομίας εις βάρος του για «βανδαλισμό μνημείου». Σύμφωνα με την κατάθεση του υπεύθυνου ασφαλείας του μνημείου του Ολοκαυτώματος, κάποιος είχε γράψει ένα σύνθημα και το είχε υπογράψει ως «Ματθαίος Μονσελάς».
Ο Μονσελάς δεν παραβρέθηκε στη δίκη – άλλωστε δεν είχε βρεθεί για να του αποδοθεί το ένταλμα – και καταδικάστηκε ερήμην σε 15 μήνες φυλάκιση, ποινή που μετατράπηκε σε χρηματική, προς 5 ευρώ τη μέρα.
Κανείς δεν ξέρει αν είναι ακόμη ζωντανός.
Θύματα και θύτες στην συγκεκριμένη υπόθεση
Ποιος ήταν το θύμα και ποιος ο θύτης σε αυτήν την υπόθεση, είναι δύσκολο να το πει απόλυτα κανείς, μιας και οι ερμηνείες διαφέρουν ανάλογα από την οπτική γωνία που θα το κοιτάξει ο καθένας μας.
Η Βαγενά ήταν αδιαμφισβήτητα θύμα. Όχι όμως θύμα δολοφονίας, αφού στην ουσία επρόκειτο για αυτοκτονία. Ήταν θύμα του παράφορου έρωτα της προς τον άντρα της. Θύμα των κοινωνικών προκαταλήψεων της που πιθανόν να ενίσχυαν την μη αποδοχή του χωρισμού της.
Θύμα της έλλειψης σωστής ψυχολογικής υποστήριξης και τελικά
Θύμα της κατάθλιψης της.
Ήταν όμως και θύτης. Θύτης, γιατί εκμεταλλεύτηκε έναν άνθρωπο περιορισμένων δυνατοτήτων (αυτό το αποδεικνύει όλη η προσωπικότητα του Μονσελά), έναν άνθρωπο που εύκολα θα μπορούσε να χειραγωγηθεί από ένα άτομο με μεγαλύτερο κύρος, όπως ήταν η ίδια. Τον επέλεξε εσκεμμένα γιατί είχε διακρίνει αυτά τα χαρακτηριστικά του και τον οδήγησε σε δολοφονία προς όφελος της (όπως εκείνη θεωρούσε το όφελος της, βέβαια).
Θύτης, επειδή από μόνη της επιζήτησε και τελικά προκάλεσε τη θυματοποίηση της.
Ο Μονσελάς ήταν αδιαμφισβήτητα θύτης. Γιατί, ακόμη κι αν η πράξη από την μεριά της Βαγενά ήταν αυτοκτονία, από τη δική του πλευρά δεν παύει να αποτελεί δολοφονική πράξη (χωρίς όμως να υπάρχει η πρόθεση τέλεσης αξιόποινης πράξης).
Ήταν όμως και θύμα, αφού πλανεύτηκε και παρασύρθηκε να τελέσει ένα έγκλημα.
Θύμα, γιατί αυτή του η «καλή πράξη» (όπως του την παρουσίασε η Βαγενά), τον οδήγησε σε σχεδόν 5 χρόνια φυλακή.
Θύμα, γιατί η κοινωνία του έκλεισε την πόρτα μετά την αποφυλάκιση του και δεν τον βοήθησε να ορθοποδήσει.
Θύμα, γιατί η ευαίσθητη ψυχοσύνθεση του τον οδήγησε τελικά στη δική του κατάθλιψη.
Η υπόθεση Μονσελά στην τηλεόραση
Το 2007, στην αστυνομική τηλεοπτική σειρά «10η Εντολή» παίχτηκε το επεισόδιο «Κλειστά παράθυρα» (3ος κύκλος, επ. 21ο) που στηριζόταν στην υπόθεση Μονσελά, με αρκετές όμως αποκλείσεις από την πραγματική ιστορία.
Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία
Η στέρηση μιας ζωής από συμπόνια αποτελεί ένα μεγάλο ερώτημα σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας που προβληματίζει γιατρούς, νομικούς, δικηγόρους και κοινωνιολόγους σε όλο τον κόσμο.
Η «υποβοηθούμενη αυτοκτονία», όπως λέγεται, «είναι η πράξη της σκόπιμης βοήθειας ενός άλλου ατόμου να αυτοκτονήσει».
Συνήθως βέβαια ο όρος αναφέρεται στην υποβοηθούμενη από γιατρό ή άλλο πάροχο υγειονομικής περίθαλψης αυτοκτονία (PAS: Physical Assisted Suicide).
Μέχρι σήμερα, η PAS είναι νόμιμη σε πολλές χώρες όπως Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Ισπανία, Ελβετία, Καναδάς, κάποιες Πολιτείες των ΗΠΑ και κάποιες περιοχές της Αυστραλίας.
Αρκετές είναι και οι χώρες που προτίθενται σύντομα να την κάνουν νόμιμη, όπως Αυστρία, Γερμανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Κολομβία, Νέα Ζηλανδία.
Προϋποθέσεις για να είναι νόμιμη η PAS είναι, το θύμα να έχει μία ανίατη ασθένεια, υγιές μυαλό και να εκφράζει οικειοθελώς και επανειλημμένα την επιθυμία του να πεθάνει, μπροστά σε μάρτυρες. Η μέθοδος που συνήθως χρησιμοποιείται κατά την PAS είναι με την θανατηφόρα δόση ηρεμιστικών φαρμάκων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μη νομιμοποίηση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας αποτελεί το μοναδικό ίσως σημείο όπου οι 3 μεγάλες θρησκείες (Καθολική, Ορθόδοξη, Ισλαμική) έχουν την ίδια άποψη.
Και ένας πιο «εύθυμος» συλλογισμός: Μπορείς να πληρώσεις κάποιον για να σε σκοτώσει;
Φυσικά. Στις μέρες μας μπορείς να πληρώσεις κάποιον για να κάνει οτιδήποτε. Θα υπάρχουν όμως κάποιες νομικές συνέπειες:
#1 Εάν η προσπάθεια πετύχει, ο δολοφόνος κατηγορείται για φόνο πρώτου βαθμού.
#2 Εάν η προσπάθεια αποτύχει, ο δολοφόνος κατηγορείται για απόπειρα φόνου ή για συνωμοσία για φόνο, ανάλογα με το πόσο θα έχει προχωρήσει το σχέδιο.
Παρόμοιες κατηγορίες ισχύουν και για εσένα, ασχέτως εάν πρόκειται για το δικό σου φόνο.
Επιπλέον είσαι υποχρεωμένος να παραστείς στο δικαστήριο ως μάρτυρας εναντίον του δολοφόνου που προσέλαβες εσύ! Το «θετικό» είναι ότι σε μια τέτοια περίπτωση, όταν αποφυλακιστεί ο πληρωμένος δολοφόνος είναι βέβαιο ότι θα θελήσει να σε σκοτώσει και να εκπληρώσει την επιθυμία σου!…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ
ΠΗΓΕΣ: dikastiko.gr, astinomiko.gr, crimetimes.gr, theartofcrime.gr, realnews.gr, oneman.gr, menshouse.gr, janus.gr, espressonews.gr, Wikipedia.org, nhs.uk, medicalnewstoday.com, ncbi.nlm.nih.gov
Σχολιάστε