για τους φίλους του αστυνομικού μυθιστορήματος

Το φαινόμενο της πεταλούδας

Ανώνυμοι ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης

Το βλέμμα του Ζήση είναι καρφωμένο στη σχισμή του φλύσχη, ενός ιδιαίτερου αργιλικού βράχου που βρίσκεται μπροστά του. Παρατηρεί μια πεταλούδα που έχει στριμωχτεί βαθιά μέσα στο στενό άνοιγμα, με μοναδικό σκοπό να ξεχειμωνιάσει. Είναι τόσο σφινωμένη που ο Ζήσης δεν μπορεί να καταλάβει κατά πόσο είναι ακόμα ζωντανή, ή απλώς προσωρινά ναρκωμένη. Εξακολουθεί όμως και την κοιτάζει, κυρίως για να ακούει απαρατήρητος και ασχολίαστος τις κουβέντες της παρέας των κλεφταρματολών που στέκουν λίγα μέτρα πίσω του.

«Έ, ρε Γιακουμή! Για πες μου, πόσους Τουρκαλάδες ξεπάστρεψες σήμερα;» ρώτησε περιπαιχτικά ο καπετάν- Κίτσος το πρωτοπαλίκαρο του, γνωρίζοντας ότι ο Γιακουμής είναι πάντα γραφικός και υπερβολικός στις περιγραφές του.

«Λίγα πράγματα, καπετάνιο – αλλά ακόμη είναι μεσημέρι. Τρεις – τέσσερις μόνο κόντυνα ως τα τώρα. Μέχρι το βράδυ όμως θα είναι πιο πολλοί», απάντησε ο Γιακουμής με καμάρι κι όλη η παρέα χαμογέλασε περιμένοντας τη συνέχεια.

«Και πώς τους κόντυνες δηλαδή;» ρώτησε δήθεν αθώα ο καπετάνιος, αλλά με ένα εγκάρδιο και ζεστό χαμόγελο.

«Να, επειδή δεν άξιζε να χαλάσω μπαρούτι και να χρησιμοποιήσω το καρυοφίλι μου για τόσους λίγους, τους πήρα τα κεφάλια με τη σπάθα. Έτσι λοιπόν τους κόντυνα!»

Ο καπετάν- Κίτσος ξέσπασε σε τόσο ηχηρά γέλια που ο Ζήσης αισθάνθηκε σαν να τραντάχτηκε όλος ο Βοϊδιάς (σημερινή ονομασία του Παναχαϊκού όρους), όπου βρισκόταν το λημέρι των κλεφταρματολών.

Πόσο πολύ τα ζήλευε αυτά τα παλικάρια!

Ο ίδιος, αν και ήταν ο μικρός αδελφός του καπετάνιου, δεν του έμοιαζε καθόλου. Το σώμα του ήταν μεν ψηλό, αλλά ασουλούπωτο και ασθενικό. Το πρόσωπο του αδύνατο κι οστεώδες ενώ τα χέρια του κοκκαλιάρικα και υπερβολικά μακριά. Από μικρό παιδί όλοι “μορμολύκειο” (σκιάχτρο) τον αποκαλούσαν.

Το χειρότερο του όμως ελάττωμα, ήταν η δειλία του. Μισούσε τους Τούρκους όσο κι ο αδελφός του, αλλά όπλο δεν είχε καταφέρει να πιάσει στα χέρια του. Σπάθα, γιαταγάνι, χαρμπί, κουμπούρα, τρομπόνι, καρυοφίλι… όλα είχε προσπαθήσει να του τα μάθει ο καπετάν- Κίτσος, αλλά μάταια. Το μόνο όπλο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο Ζήσης, ήταν η μικρή σφεντόνα του. Τη σφεντόνα όμως ήξερε να τη χειρίζεται πολύ καλά. Ίσως έφταιγαν τα μακριά του χέρια, ίσως πάλι ήταν έμφυτο ταλέντο· πάντως στο σημάδι με τη σφεντόνα δεν τον έφτανε κανείς. Τι ορτύκια, τσίχλες και μπεκάτσες είχε ταΐσει την συμμορία του αδελφού του!… Όμως, οχτρό, δεν είχε τολμήσει να χτυπήσει ποτέ του.

«Η ιστορία του Δαβίδ και του Γολιάθ, είναι μεγάλο παραμύθι. Ο Τούρκος δεν πέφτει με σφεντόνα – μπαρούτι θέλει», του έλεγε συχνά ο αδελφός του, προσπαθώντας να τον πείσει να μάθει οποιοδήποτε άλλο όπλο.

«Ίσως, αν ποτέ ξεκινήσει η Επανάσταση, να τα καταφέρω και να πολεμήσω κι εγώ», απαντούσε ο Ζήσης. Ήταν Ιανουάριος του 1821 και έλεγε αυτή την δικαιολογία γιατί κατά βάθος μέσα του δεν πίστευε ότι οι Έλληνες θα κατόρθωναν ποτέ να ξεσηκωθούν.

Ο ήλιος έδυε, βράδυ πια, καθώς ο Ζήσης είχε πλέον αφήσει την άγονη πλευρά και περπατούσε στους πρόποδες του όρους ακολουθώντας το μονοπάτι. Σε λίγο θα έφτανε στο δρόμο που θα τον οδηγούσε στο χωριό του, τη Βοστίτσα (σημερινή ονομασία του Αιγίου). Σε αντίθεση με τον αδελφό του, ο ίδιος ζούσε στο χωριό με τη γριά μάνα τους και τις τρεις μικρότερες αδελφές τους. Ο πατέρας είχε σκοτωθεί στα Μετέωρα, κατά την αποτυχημένη Επανάσταση του 1808, που είχε κηρύξει ο Θύμιος Βλαχάβας. Από τότε άλλωστε κι ο πρωτότοκος αδελφός του διαδέχτηκε τον πατέρα στο αρματολίκι.

Σταμάτησε για λίγο και ρούφηξε μέσα του τη μυρωδιά του δάσους. Κάτι η έμφυτη επιφυλακτικότητα του Ζήση, κάτι το γιομάτο φεγγάρι… πάντως η αντανάκλαση του ασημιού στο λιγοστό φως, τράβηξε αμέσως την ματιά του και τέθηκε σε επιφυλακή. Με άλλα λόγια, η τρίχα του σηκώθηκε όρθια και τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν.

Τελικά, όπως και στις γάτες, η περιέργεια υπερνίκησε τον φόβο, και αργά, προσεκτικά και όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, περπάτησε προς την μεριά που έβλεπε την λάμψη. Γρήγορα όμως μετάνιωσε για το παράτολμο θάρρος του, μόλις διαπίστωσε ότι η πηγή αυτού του φωτός ήταν το μακρύ Miquelet τουφέκι ενός Τούρκου ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στους θάμνους, δέκα μόλις μέτρα πριν τον κεντρικό δρόμο. Από τη στάση του σώματός του ο Ζήσης μπορούσε εύκολα να καταλάβει ότι κάτι ή κάποιον σημάδευε.

Κινήθηκε προς τον Τούρκο παράλληλα προς τον δρόμο, κι έστριψε την ματιά του αναζητώντας τον στόχο του εχθρού του. Και πράγματι, αρκετά μέτρα μακρύτερα, είδε έναν καβαλάρη να πλησιάζει νωχελικά με το άλογο του.

Αν δεν τον ξεγελούσε το ελάχιστο φως της νύχτας, θα ορκιζόταν ότι ο καβαλάρης φορούσε ράσα. Οι κλέφτες και οι αρματολοί δεν πολυσυμπαθούσαν τους παπάδες και την εκκλησία γενικότερα, οπότε θα μπορούσε απλώς να είχε στρίψει προς την αντίθετη κατεύθυνση και να είχε απομακρυνθεί, μη ρισκάροντας να γίνει αντιληπτός από τον Τούρκο.

Όχι… δεν ήταν θάρρος αυτό που ένιωσε ο Ζήσης εκείνη τη στιγμή. Ήταν περισσότερο αγανάκτηση. Αγανάκτηση στη λέξη “μορμολύκειο” που είχε ακούσει τόσες φορές στη ζωή του, αγανάκτηση στη λέξη “δειλός”, αγανάκτηση στη διαρκή συμπόνια του αδελφού του – που στην πραγματικότητα ήταν λύπηση, και τέλος αγανάκτηση με τον ίδιο του τον εαυτό.

Χωρίς να το σκεφτεί, έσκυψε και έπιασε την πρώτη πέτρα που βρήκε μπροστά του. Την έβαλε στην σφεντόνα του και σημάδεψε για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του τον οχτρό.

Η πέτρα βρήκε τον Τούρκο στο κεφάλι. Τον άφησε αναίσθητο μόλις για λίγα δευτερόλεπτα. Πράγματι, η ιστορία του Δαβίδ και του Γολιάθ αποδείχτηκε ότι ήταν ένας μύθος. Μόλις συνήλθε ο Τούρκος, γύρισε πίσω του και αντίκρυσε τον κοκκαλωμένο Ζήση. Με την απορία στο μυαλό του, σηκώθηκε πάνω, πήρε το τουφέκι του και κυνήγησε τον Ζήση την ώρα που αυτός είχε ξεκινήσει να τρέχει με τέτοια ταχύτητα που δεν είχε ξανατρέξει ποτέ στη ζωή του. Τα μακριά και λεπτά του πόδια σε συνδυασμό με το φόβο για τη ζωή του, τον έκαναν να τρέχει πολύ πιο γρήγορα από τον βραδυκίνητο και φορτωμένο με τα όπλα του, Τούρκο. Για μια στιγμή και όσο η απόσταση μεταξύ των δύο ανδρών μεγάλωνε, ο Ζήσης αναθάρρεψε.

«Άιντε, λίγο ακόμα και του ξέφυγα», σκέφτηκε.

Παρόλα αυτά, μόλις ακούστηκε ο πυροβολισμός, ο Ζήσης έπεσε αμέσως στο έδαφος.

Πολύ γρήγορα ο Τούρκος βρέθηκε από πάνω του.

«Καταραμένε ραγιά!», φώναξε γεμάτος οργή κι έβγαλε το γιαταγάνι του για να αποκεφαλίσει το θήραμα του. Τότε θυμήθηκε τον αρχικό του στόχο κι έτρεξε γρήγορα πίσω προς την μεριά του δρόμου. Μάταια όμως, μιας και ο καβαλάρης είχε πια απομακρυνθεί πολύ περισσότερο από την εμβέλεια του όπλου του.

Ο Ζήσης τελικά δεν πέθανε στις είκοσι πέντε Ιανουαρίου του 1821. Τα σκάγια του Τούρκου δεν τον πέτυχαν. Η πτώση του οφείλονταν στην λιποθυμία του μόλις άκουσε τον πυροβολισμό. Αν και δεν έπιασε όπλο καθόλη την διάρκεια της Επανάστασης, ο Ζήσης σκοτώθηκε το 1824 από ελληνικό βόλι κατά τις απερίγραπτες λεηλασίες και καταστροφές που έγιναν στην περιοχή της Αχαΐας στον εμφύλιο πόλεμο.

Ο παπάς που τελικά επέζησε εκείνου του γεγονότος, δεν ήταν άλλος από τον Γεώργιο Φλέσσα, γνωστός ως Παπαφλέσσας και αργότερα ως “Μπουρλοτιέρης των Ψυχών”, που πήγαινε στη Βοστίτσα για την μυστική Σύσκεψη που είχε οριστεί στις είκοσι έξι Ιανουαρίου, στην οποία πήραν μέρος εξέχοντα μέλη της Φιλικής Εταιρείας και όπου ο Παπαφλέσσας επέμεινε στην αναγκαιότητα άμεσης έναρξης του Αγώνα. (Κάτι που, παρά την αποτυχία της τότε σύσκεψης, τελικά πέτυχε δυο μήνες αργότερα).

το-φαινόμενο-της-πεταλούδας-ναός-αγίου-Γεωργίου

Το πόσο ο Ζήσης, ένα ασήμαντο άτομο, και η ιστορία του, ένα ασήμαντο γεγονός, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην νεότερη ιστορία της Ελλάδος, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Ούτε το πόσοι άλλοι “Ζήσηδες” άλλαξαν, άθελα τους, τον ρου της ιστορίας. Άλλωστε, για αυτούς τους πεσούντες στήθηκε το 1889 το πρώτο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Ερμούπολη της Σύρου.

Αυτό που σίγουρα μπορούμε να πούμε είναι ότι στις είκοσι πέντε Μαρτίου, αρχή της άνοιξης, μια πεταλούδα βγήκε από τη σχισμή ενός φλίσχυ, εκεί… σε μια από τις κορφές του Βοϊδιά και πέταξε μακριά… Αναγεννημένη… Ελεύθερη…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ

… ΜΟΛΙΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΤΗΚΕΣ

“Ο Γιώργος Λάμπρος κάνει σίγουρα μία εντυπωσιακή είσοδο στο χώρο της αστυνομικής μυθοπλασίας, συνδιάζοντας αριστοτεχνικά σε αυτή τη συλλογή τις περισσότερες κατηγορίες της λογοτεχνίας μυστηρίου.”

2 Σχόλια

  1. Μαρία Ξηρού

    Γιώργο εξαιρετικό. Με βαθιά γνώση των ιστορικών στοιχείων που μάλιστα αφορούν τον τόπο μου, την Βοστιτσα, φωτίζεις μια λεπτομέρεια από εκείνες που με τη σειρά τους φώτισαν τον αγώνα της λευτεριάς. Πάντα οι άνθρωποι πίσω από τα μεγάλα γεγονότα.

  2. Ποπη Πνελόπη

    Πολύ όμορφη ιστορία.

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

© 2024 Crime Fiction Fans

Θέμα εμφάνισης από τον Anders NorenΠάνω ↑