Η αληθινή ιστορία πίσω από το διάσημο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη
Η τελευταία μεγάλη επιτυχία του μεγάλου τραγουδοποιού Βασίλη Τσιτσάνη, ήταν «το βαπόρι απ’ την Περσία». Οι στίχοι του περιγράφουν μία πραγματική ιστορία. Στις 7 Ιανουαρίου του 1977, το λιμενικό έκανε έφοδο σε ένα πλοίο στα Ίσθμια και ανακάλυψε 11 τόνους χασίς.
Οι στίχοι του τραγουδιού
Το βαπόρι απ’ την Περσία (3) – πιάστηκε στην Κορινθία.
Τόννοι έντεκα γεμάτο – με χασίσι μυρωδάτο.
Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια – που θα μείνουνε χαρμάνια.
Βρε κουρνάζε μου τελώνη (3) – τη ζημιά ποιος τη πληρώνει;
Και σ’ αυτή την ιστορία – μπήκαν τα λιμεναρχεία.
Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια – που θα μείνουνε χαρμάνια.
Ήταν προμελετημένη (3) – καρφωτή και λαδωμένη.
Δυο μεμέτια, τα καημένα – μεσ’ στο κόλπο ήταν μπλεγμένα.
Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια – που θα μείνουνε χαρμάνια.
Στίχοι – Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Τσιτσάνης
Το βαπόρι απ΄την Περσία Βασίλης Τσιτσάνης & Ελένη Γεράνη Video Live 1983
Ποιο ήταν το βαπόρι απ’ την Περσία;
Η μοναδική παρατυπία που έγινε στο τραγούδι σε σχέση με την πραγματική ιστορία ήταν ότι το βαπόρι δεν ήταν από την Περσία αλλά από την Κύπρο (κυπριακής σημαίας). Ερχόταν δε από το Λίβανο. Έλα όμως που ούτε η Κύπρος ούτε ο Λίβανος κάνουν ρίμα με την Κορινθία! («το βαπόρι απ’ την Περσία, πιάστηκε στην Κορινθία»).
Επρόκειτο για το m/s Gloria, ένα μικρό μότορσιπ χωρητικότητας 480 κόρων. Πλοίαρχος του «Γκλόρια» ήταν o Νίκος Ξανθόπουλος (απλή συνωνυμία με τον γνωστό ηθοποιό), γνωστός και ως «Κάπταιν Νικ».
Επεξήγηση ναυτικής ορολογίας: μότορσιπ (motor ship, σε συντομογραφία M/S), ή μότορβέσελ (motor vessel, σε συντομογραφία M/V). Στην ελληνική ναυτική γλώσσα με τον όρο «μότορσιπ» έχει καθιερωθεί να χαρακτηρίζονται μικρά συνήθως φορτηγά πλοία που διακινούν περιορισμένα φορτία.
Ο κόρος (register ton) είναι μονάδα μέτρησης όγκου με την οποία γίνεται η μέτρηση της χωρητικότητας ενός πλοίου. Ένας κόρος αντιστοιχεί σε 100 κυβικά πόδια ή 2,83 κυβικά μέτρα.
Το «Deal» με τους χασισέμπορους
Κατά τη διάρκεια που το Γκλόρια βρισκόταν στη Λάρνακα, στην Κύπρο, ένας άγνωστος ναυτικός πλησίασε τον «Κάπταιν Νικ» και τον ρώτησε εάν ήθελε να βγάλει πολλά χρήματα. Στη θετική απάντηση του καπετάνιου, ο ναυτικός τον έφερε σε επαφή με δύο Λιβανέζους.
Η συμφωνία (το «deal») όριζε ότι το καράβι θα πήγαινε στη Βηρυτό και θα φόρτωνε το εμπόρευμα: 303 σακιά χασίς, με 40 πλάκες του κιλού το καθένα. Κάθε σακί έφερε τη σφραγίδα του λιβανέζικου τελωνείου.
Η πληρωμή του καπετάνιου θα ήταν 300.000 δολάρια, τα μισά με το φόρτωμα και τα άλλα μισά με την παράδοση.
Τελικός προορισμός ήταν το Ρότερνταμ (κατ’ άλλους η Αμβέρσα ή το Άμστερνταμ), όπου το φορτίο θα παραλάμβαναν δύο άλλοι Λιβανέζοι.
Το ταξίδι
Λόγω της ιδιαιτερότητας του φορτίου, από τα συνήθως 8 μέλη του πληρώματος, εκτός από τον πλοίαρχο Κάπταιν Νικ, μόνο δύο ακόμη ναυτικοί συνόδευσαν το Γκλόρια, ο Βασίλης Ζώης (επίσης καμία σχέση με τον ηθοποιό) και ο Σπύρος Μουζίκης.
Το παράνομο φορτίο φορτώθηκε στο Jbail, ένα χωριό έξω από τη Βηρυτό, και συνοδεύτηκε από δύο Τούρκους, τον 42χρονο Αρίφ Πόλατ και τον 24χρονο ανιψιό του Ρεσίτ Πόλατ. Οι δύο αυτοί άντρες είχαν αναλάβει να προσέχουν το φορτίο σε όλη τη διαδρομή.
Το εμπόρευμα σκεπάστηκε με λινάτσες ενώ, σύμφωνα με τα χαρτιά του πλοίου, το φορτίο ήταν… λιβανέζικα κεντήματα.
Κι έτσι το Γκλόρια ξεκίνησε το ταξίδι του με 5 επιβαίνοντες και «τόνους 11 γεμάτο με χασίσι μυρωδάτο»…

Κατευθυνόμενο το βαπόρι προς την Πύλο συνάντησε ανέμους 11 μποφόρ και αγκυροβόλησε προσωρινά στην Σίφνο.
Το βράδυ στις 6 Ιανουαρίου 1977 το Γκλόρια έφτασε στα Ίσθμια με σκοπό να διασχίσει τη διώρυγα της Κορίνθου. Ο πλοίαρχος Ξανθόπουλος ζήτησε από τις αρχές του λιμανιού να του στείλουν τον «πιλότο» του καναλιού. Εκεί τον ενημερώνουν να δέσει στην άκρη γιατί θα περνούσε πρώτα κάποιο άλλο πλοίο.
Επεξήγηση ναυτικής ορολογίας: Πλοηγός ή πιλότος (pilot), λέγεται ο ναυτικός που γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες μίας συγκεκριμένης περιοχής, ενός λιμανιού ή ενός δύσκολου περάσματος και με το μικρό του σκάφος πλοηγεί κάθε άλλο πλοίο κατά μήκος αυτής της διαδρομής.
«Πιάστηκε στην Κορινθία»
Τα ξημερώματα της Παρασκευής της 7ης Ιανουαρίου του 1977, μια τεράστια ομάδα του Λιμενικού κάνει έφοδο στο Γκλόρια.
Η σκηνή θυμίζει κινηματογραφική ταινία δράσης: Δυνατοί προβολείς ανάβουν ξαφνικά και μια τεράστια σε αριθμό ομάδα από οπλισμένους σαν αστακούς αστυνομικούς του λιμενικού ορμούν στο καράβι. Από πάνω πετούν ελικόπτερα ενώ στο νερό βρίσκονται βατραχάνθρωποι για την περίπτωση που κάποιος από το πλοίο επιχειρήσει να διαφύγει πέφτοντας στη θάλασσα.
Δεν χρειάστηκε όμως η βοήθεια τους γιατί ο πλοίαρχος και τα δύο ακόμη μέλη του πληρώματος παραδόθηκαν αμέσως. Οι δύο Τούρκοι είχαν κρυφτεί μέσα στις καμπίνες τους. Οι άντρες του λιμενικού χρησιμοποίησαν καπνογόνα για να ξετρυπώσουν τα δύο ποντίκια από τη φωλιά τους. Στην καμπίνα τους βρέθηκαν δύο περίστροφα Μπράουνινγκ με περίπου 500 σφαίρες.
Ο λιμενάρχης Θανάσης Πούρης έστειλε μέλη της ομάδας του να κάνουν έλεγχο στα αμπάρια. Οι άντρες δεν άργησαν να εντοπίσουν το χασίς, τη μεγαλύτερη ποσότητα που είχε ποτέ κατασχεθεί στην Ελλάδα και από τις μεγαλύτερες που κατασχέθηκαν ποτέ στα παγκόσμια χρονικά. Δέκα τόνοι και 765 κιλά κατεργασμένη κάνναβη αξίας σχεδόν 4 δισεκατομμυρίων δραχμών (περίπου 10 εκατομμύρια ευρώ).
Οι δύο Τούρκοι αρχικά δήλωσαν ότι δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το περιεχόμενο του φορτίου. Ισχυρίστηκαν μάλιστα ότι ήταν απλώς δύο απλοί επιβάτες που δεν είχαν τα χρήματα για να ταξιδέψουν στη Γερμανία και τους πήρε ο πλοίαρχος με αντάλλαγμα την εργασία τους στο πλοίο κατά τη διαδρομή.
«Ο πλοίαρχος μας κλείδωσε στην καμπίνα όταν φτάσαμε στα Ίσθμια, δεν ξέραμε ότι το πλοίο μετέφερε χασίς, μας πήρε στο λαιμό του», ισχυρίστηκαν.
Δείτε στιγμές από την κατάσχεση του φορτίου
GLORIA-ΠΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑ-7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1977
Οι συλλήψεις και τα ΜΜΕ
Οι λιμενικές αρχές συνέλαβαν και τους 5 επιβάτες του πλοίου.
Την επόμενη ημέρα συνελήφθη ο 30χρονος Λιβανέζος Αντουάν Ζιρού, στο ξενοδοχείο «Bianca Beach» στο Νέο Φάληρο, που εμφανιζόταν ως ναυτικός πράκτορας. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για τον έναν εκ των δύο Λιβανέζων που είχε κάνει τη συμφωνία με τον Κάπταιν Νικ στην Κύπρο. Είχε φτάσει αεροπορικώς στην Αθήνα από τις 5 Ιανουαρίου με σκοπό να βεβαιωθεί ότι όλα πήγαιναν καλά με το παράνομο δρομολόγιο.
Την ίδια μέρα, όλες οι ελληνικές εφημερίδες είχαν πρώτο θέμα την μεγάλη αυτή επιτυχία των αρχών.
Ενδεικτικά: «Ελευθεροτυπία»: «11 τόνοι χασίς στον Ισθμό».
«Μακεδονία»: «11 τόνοι χασίς κατασχέθηκαν σε κυπριακό πλοίο στον Ισθμό».
Ακόμη και τα ξένα δημοσιογραφικά πρακτορεία ασχολήθηκαν με το θέμα.

Ο πραγματικός ρόλος του «Κάπταιν Νικ»
Τα στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας λίγες ημέρες αργότερα, έφεραν την ανατροπή στην υπόθεση.
Ο ίδιος ο πλοίαρχος Νίκος Ξανθόπουλος ήταν αυτός που είχε ειδοποιήσει τις αρχές για το ιδιαίτερο φορτίο του. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαίωσε κι αυτός το παρατσούκλι «το παιδί του λαού» που είχε κι ο διάσημος συνονόματός του.
(«Ήταν προμελετημένη, καρφωτή και μιλημένη»).
Ο «Κάπταιν Νικ» αποδείχτηκε ότι από το 1964 ήταν πληροφοριοδότης της DEA (Drug Enforcement Administration, η αμερικανική υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών) και η σύλληψή του ίδιου και των δύο άλλων μελών του πληρώματός του, ήταν εικονική.
Έχοντας ταξιδέψει για πολλά χρόνια σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, ο Νίκος Ξανθόπουλος γνώριζε καλά τα κυκλώματα λαθρεμπορίου ναρκωτικών. Ο ίδιος υπήρξε στο παρελθόν λαθρέμπορος τσιγάρων. Ο θάνατος όμως ενός στενού του προσώπου από υπερβολική χρήση ναρκωτικών, τον έκανε πολέμιο στα ναρκωτικά. Από τότε είχε ξεκινήσει και η συνεργασία του με τη DEA δίνοντάς τους πληροφορίες σχετικά με δραστηριότητες διακίνησης και βοηθώντας πολλές χώρες στη σύλληψη εμπόρων ναρκωτικών. Η συμβολή του όμως δεν αποκαλύπτονταν, ώστε να παραμένει ασφαλής και να μπορεί να συνεχίζει το έργο του.
Μετά από τη συνάντηση του «Κάπταιν Νικ» με τους Λιβανέζους, στις 23 Δεκεμβρίου 1996 έστειλε τηλεγράφημα ενημερώνοντας τα ανώτερα κλιμάκια του υπουργείου Ναυτιλίας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα τους είχε γράψει ότι «θα φέρω πολλούς τόνους σοκολάτα, δώρο για τα Χριστούγεννα».
Αρχικά η συμφωνία ήταν να τους πιάσουν 10 μίλια νότια της Πύλου με τη δικαιολογία ενός «τυπικού» ελέγχου. Η κακοκαιρία όμως και η αλλαγή του πλάνου πλεύσης ανάγκασε τελικά τον πλοίαρχο να ορίσει νέο τόπο παράδοσης, τον Ισθμό της Κορίνθου.
Για να μη φανεί άμεσα ο πραγματικός ρόλος του πλοιάρχου και κινδυνεύσει η ζωή του, οι αρχές έκαναν την έφοδο και τις συλλήψεις με αληθοφανή τρόπο.
Το σκοτεινό παρελθόν του πλοιάρχου περιλάμβανε και μια καταδικαστική απόφαση εις βάρος του για πειρατεία το 1974. Πολλοί ήταν αυτοί που είπαν ότι ο Νίκος Ξανθόπουλος, με την παράδοση του συγκεκριμένου φορτίου προσπάθησε να “πατσίσει” την ποινή φυλάκισης που όφειλε.

Ποινές και Αμοιβές
Ο Ξανθόπουλος και τα δύο μέλη του πληρώματός του αθωώθηκαν. Δέχτηκαν μάλιστα και τα συγχαρητήρια του τότε αρχηγού Υ.Ε.Ν. (Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας) Αλέξανδρου Παπαδόγγονα.
Στη δίκη που έγινε στο Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου το Μάρτιο του 1977, οι τρεις Έλληνες εξετάστηκαν πλέον ως απλοί μάρτυρες.
Ο Λιβανέζος καταδικάστηκε σε 18 χρόνια κάθειρξη και την καταβολή του ποσού των 3 εκατομμυρίων δραχμών ως χρηματικό πρόστιμο.
Οι δύο Τούρκοι (τα «δυο μεμέτια τα καημένα») καταδικάστηκαν σε 14,5 χρόνια κάθειρξης.
Όλοι τους οδηγήθηκαν στις φυλακές του Ναυπλίου. Και οι τρεις καταδικασθέντες μετά την έκτιση της ποινής τους θα έπρεπε να απελαθούν.
Το Υπουργείο Οικονομικών είχε ορίσει ως αμοιβή για τη μεγάλη επιτυχία 7.800.000 δραχμές. Από αυτά, το 1,5 εκατομμύριο πήρε ο Νίκος Ξανθόπουλος. Το υπόλοιπο ποσό μοιράστηκε στους άντρες του λιμενικού που συμμετείχαν στην επιχείρηση.
Η συνέχεια και το τέλος του «Κάπταιν Νικ»
Μετά την αποκάλυψη του ως πληροφοριοδότη, ο Νίκος Ξανθόπουλος ουσιαστικά “κάηκε” σε ό,τι αφορά τη συνεργασία του με τη DEA. Έχοντας πλέον αποκαλυφθεί, ήταν αδύνατον να συνεχίσει να κυκλοφορεί ανάμεσα στους εμπόρους ναρκωτικών.
Ταυτόχρονα, παρά τα εύσημα που πήρε στην περίπτωση της συγκεκριμένης υπόθεσης, ο Νίκος Ξανθόπουλος δεν ήταν τελικά τόσο καλό παιδί.
Το 1984 κατηγορήθηκε στη Γαλλία για λαθρεμπόριο ναρκωτικών με αποτέλεσμα να βρεθεί στις φυλακές της Γαλλίας καταδικασμένος με κάθειρξη 18 ετών. Το 1995 ύστερα από διακρατικής συμφωνίας με τη Γαλλία, ο Ξανθόπουλος μεταφέρθηκε στην Ελλάδα για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του.
Με τη μεταφορά του ο 70χρονος πλέον Νίκος Ξανθόπουλος έδωσε μία συνέντευξη στην εφημερίδα «Έθνος»:
«Δεν χάρισα ποτέ ναρκωτικά σε κανέναν. Παρέδιδα τα φορτία, για να σωθούν τα παιδιά του κόσμου. Ήμουν 30 χρόνια στον αντιναρκωτικό αγώνα, αλλά την έπαθα.»
(…) «Με δίκασαν στη Γαλλία 18 χρόνια, για υπόθεση ναρκωτικών, που είχε κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από τον Γάλλο αστυνόμο Πιερ Γκουζάρ».
(…) «Αυτό έγινε διότι τους κατήγγειλα στην Ουάσινγκτον για την εξαφάνιση ενός φορτηγού πλοίου με 6 τόνους χασίς. Και τότε έδιωξαν αρκετούς από το σώμα, αλλά παρέμεινε ο Γκουζάρ».
Ο Νίκος Ξανθόπουλος πέθανε στις φυλακές Κορυδαλλού, λίγους μήνες αργότερα.

Και μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας
Όλες οι διαδικτυακές πηγές που βρήκα για την υπόθεση, ακολουθούσαν την αφήγηση που αναφέραμε. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε το άρθρο του Αντώνη Ζήβα στο merlins.gr (21.11.2020).
Σύμφωνα με το δημοσιογράφο, το αναρχικού περιεχομένου περιοδικό «Εδώ και Τώρα» του Κυριάκου Βασιλειάδη επρόκειτο να δημοσιεύσει το δεύτερο τεύχος του το 1977. Λόγω διώξεων από το κράτος, το δεύτερο τεύχος, όπως και κανένα άλλο τεύχος πλην από του πρώτου, δεν κυκλοφόρησε, παρόλο που είχε τυπωθεί. (Τα τεύχη 2 και 3 κυκλοφόρησαν μαζί τον Νοέμβριο του 2015, δηλαδή 38 χρόνια μετά).
Στο συγκεκριμένο τεύχος παρουσιάζονταν μια διαφορετική εκδοχή για την υπόθεση. Σύμφωνα πάντα με το συντάκτη του άρθρου, τη συγκεκριμένη εκδοχή αφηγήθηκε ο ίδιος ο Ξανθόπουλος σε κάποιον συγκρατούμενό του.
Παρουσιάζουμε αυτούσια αποσπάσματα από το κείμενο:
«Τίτλος: Σαπουνόφουσκα Γκλόρια (ή, όταν δεν βρίσκεις χασισέμπορους να συλλάβεις, φτιάξε μερικούς στα γρήγορα)»
(…) «Αποκαλύφθηκε πως η υπόθεση του χασίς δημιουργήθηκε από το τίποτα από δύο συνεργαζόμενα μέρη: τον καπετάνιο του Γκλόρια Ξανθόπουλο και τη λιμενική αστυνομία. Από τη πλευρά του, ο καπετάνιος συμφώνησε να τους παραδώσει φορτίο με χασίς αν του χάριζαν μια κατηγορία που εκκρεμούσε εναντίον του για πειρατεία. Έτσι βρήκε τους Φαλαγγίτες του Λιβάνου και έκλεισε συμφωνία για να τους παραδώσει οπλισμό με αντάλλαγμα 11 τόνους χασίς. Μετά πήρε το φορτίο και το οδήγησε γραμμή στα χέρια της λιμενικής αστυνομίας στον Ισθμό, όπου είχε ήδη στηθεί το σκηνικό για το θέαμα: βατραχάνθρωποι, αεροπλάνα, πεζοναύτες, δημοσιογράφοι, φλας και ριπές, μαζί με πρωτοσέλιδους τίτλους και φωτογραφίες την επομένη.»
(…) «Η αστυνομία, από την άλλη, είχε εντελώς διαφορετικά κίνητρα από τον Ξανθόπουλο. Ήθελε μια εντυπωσιακή επιτυχία επειγόντως για να τονώσει το θρύλο της και το γόητρό της έπειτα από τα αλλεπάλληλα στραπάτσα που είχε πάθει προσφάτως μετά τις εκτελέσεις του Αμερικανού πράκτορα Γουέλς και του αρχιβασανιστή της Χούντας Μάλλιου (Σημ. Αμφότεροι είχαν εκτελεστεί την ίδια χρονιά από την Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη) και από την ομάδα 1 Οκτώβρη που είχε καταφέρει να διακόψει την προβολή της φασιστικής ταινίας Επιχείρηση ‘Εντεμπε από τους κινηματογράφους και την “αδυναμία της” να ανακαλύψει τους υπαίτιους φασίστες που είχαν προκαλέσει επεισόδια στη διάρκεια της κηδείας του Μάλλιου.»

… ΜΟΛΙΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΤΗΚΕΣ
“Ο Γιώργος Λάμπρος κάνει σίγουρα μία εντυπωσιακή είσοδο στο χώρο της αστυνομικής μυθοπλασίας, συνδιάζοντας αριστοτεχνικά σε αυτή τη συλλογή τις περισσότερες κατηγορίες της λογοτεχνίας μυστηρίου.”
Ένα τραγούδι γεννιέται
Τον Ιανουάριο του 1977, όλος ο κόσμος μιλούσε για το γεγονός, ιδιαίτερα λόγω της υπερβολικά μεγάλης ποσότητας που κατασχέθηκε.
«Βάζεις το χέρι στο βαγγέλιο ότι άκουσες καλά… Έντεκα τόνοι μαύρη! Πρωτοφανές!» φαίνεται να είπε ο Βασίλης Τσιτσάνης στη φίλη του που του πρωτομίλησε για το περιστατικό. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ξεκίνησε να γράφει τους πρώτους στίχους.
«Ήταν Σάββατο. Πιάνω από δω, πιάνω από κει… Δεν μου άρεσε το τέμπο. Μετά έγραψα τη δεύτερη στροφή πίσω από ένα αγγελτήριο γάμου. Μετά μου ήρθαν στο νου οι μουσικές που γύρευα και όλα πήγαν ρολόι», είπε αργότερα ο ίδιος.
Στις 7 Ιανουαρίου έγινε το περιστατικό – μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου ο Τσιτσάνης τραγουδούσε «το βαπόρι απ’ την Περσία» στο πάλκο το «Σκοπευτηρίου» όπου εμφανιζόταν. Μαζί του, δεύτερη φωνή στο τραγούδι η Λιζέτα Νικολάου.
Το τραγούδι είναι καμηλιέρικος ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8.
Ηχογραφήθηκε τον Απρίλιο του 1977 και κυκλοφόρησε σε δισκάκι 45 στροφών. Έγινε αμέσως επιτυχία, παρά του ότι λόγω θεματολογίας οι ραδιοφωνικοί σταθμοί δεν το έπαιζαν. Στην πίσω πλευρά του δίσκου υπήρχε το τραγούδι του Τσιτσάνη που είχε γράψει το 1938, με τίτλο: «Στο Τάγμα Τηλεγραφητών».
Σε μεγάλο δίσκο το τραγούδι πρωτοεμφανίστηκε στο άλμπουμ «Βασίλης Τσιτσάνης Live από το Θεμέλιο», το 1978.
Το «βαπόρι απ΄ την Περσία» θεωρείται η τελευταία μεγάλη επιτυχία του Τσιτσάνη. Για κάποιους θεωρείται και το τελευταίο ρεμπέτικο, παρότι το είδος είχε σταματήσει από το 1955.
Καμηλιέρικος ζεϊμπέκικος: Είδος ζεϊμπέκικου που λέγεται ότι πήρε την ονομασία του από τους καμηλιέρηδες που το χόρευαν για να ξεπιαστούν απ’ το ταξίδι. (Άλλα παραδείγματα καμηλιέρικου: «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Με παρέσυρε το ρέμα», «Χαροκόπου 1942-1953 – Εφτά Νομά», κ.ά.)
«Το βαπόρι απ’ την Περσία» λογοκρίνεται
Ο Βασίλης Τσιτσάνης πέθανε από καρκίνο, την ημέρα των 69ων γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου του 1984 και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Λίγες μόλις μέρες μετά το θάνατό του «το βαπόρι απ’ την Περσία» προσέκρουσε στον τοίχο της λογοκρισίας.
Ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Σπύρος Κανίνιας, έτυχε να το ακούσει σε ένα αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη στην τηλεόραση της ΕΡΤ. Με έγγραφη επιστολή απαίτησε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών να προχωρήσει στις απαραίτητες νομικές ενέργειες, καθώς θεωρούσε ότι οι στίχοι του είναι κακής ποιότητας και προωθούν την διάδοση των ναρκωτικών.
Την υπόθεση ανέλαβε ο εισαγγελέας Δημήτριος Μαλακάσης. Στο πόρισμά του, που υπόβαλε στις 26 Ιουλίου 1984 στον Εισαγγελέα Εφετών της Αθήνας, ανακοίνωσε ότι:
«Το τραγούδι δεν μπορεί να παρωθήσει στη χρήση και διάδοση ναρκωτικών». Όμως «το συγκεκριμένο τραγούδι είναι από τα ατυχή του λαϊκού συνθέτη» και «φρόνιμο θα είναι να μην εκπέμπεται από την τηλεόραση, γιατί τα μεταδιδόμενα από αυτή πρέπει να είναι ποιοτικής στάθμης».
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τον ρόλο που έπαιξε αυτή η απαγόρευση στη διάδοση του τραγουδιού, πάντως πρόκειται για ένα από τα δημοφιλέστερα λαϊκά τραγούδια που θεωρείται «ύμνος» μέχρι και σήμερα.
Ερμηνείες
Μέχρι και σήμερα «το βαπόρι απ΄ την Περσία» θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι κάθε ρεμπέτικου ή λαϊκού προγράμματος είτε παίζοντας το ζωντανά στη σκηνή είτε από κάποιον dj σε φοιτητικό πάρτι.
Όπως ήταν αναμενόμενο, έχει γνωρίσει πολλές επανεκτελέσεις και πολλοί ήταν αυτοί που ερμήνευσαν το συγκεκριμένο «άσμα», άλλοι με τον τρόπο που όρισε ο Τσιτσάνης, άλλοι με τον εντελώς προσωπικό τους τρόπο.
Ενδεικτικά: Βαλάντης, Άννα Βίσσυ, Σταμάτης Γονίδης, Δημήτρης Ευσταθίου, Αγάθωνας Ιακωβίδης, Λουκάς Κέφος, Δημήτρης Κοντογιάννης, Σωκράτης Μάλαμας, Γιώργος Μαργαρίτης, Τάσος Μπουγάς, Απόστολος Νικολαϊδης, Λιζέτα Νικολάου, Γιάννης Πλούταρχος, Νότης Σφακιανάκης, Ιορδάνης Τσομίδης, Μπάμπης Τσέρτος, Χρήστος Χατζής…
Συγκροτήματα/ Μπάντες: Οπισθοδρομική Κομπανία (ρεμπέτικη εκτέλεση), The Burger Project (ποπ εκτέλεση), Κόκκαλο (hard rock εκτέλεση), Rodehihi (ασιατική εκτέλεση).
Δείτε τους Rodehihi στην ιδιαίτερη εκτέλεσή τους:
Κάπου εδώ τελειώνει το άρθρο μας και, όπως ήταν αναμενόμενο:
«Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια, που θα μείνουνε χαρμάνια…»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ
Σχολιάστε