Η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη μεγάλη ληστεία στην Ελλάδα

Ο Κώστας Ρέτζος ήταν ένας κτηνοτρόφος που ζούσε στο Ανώγειο της Πρέβεζας, ένα απόμακρο ορεινό χωριό, μαζί με τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά του. Το 1909, σε μια προσπάθεια να προστατέψει τα ζώα του από τρεις ζωοκλέφτες, εξαφανίστηκε. Χρόνια αργότερα, ο σκελετός του βρέθηκε πεταμένος σε μια τρύπα και μαθεύτηκε ότι δολοφονήθηκε άγρια από τους δύο εκ των τριών ζωοκλεφτών. Αυτό το γεγονός άλλαξε ριζικά τη ζωή για τους δύο γιούς του: τον τότε 13χρονο Γιάννη και τον 10χρονο Θύμιο. Το 1917, καθώς υπηρετούσαν την στρατιωτική τους θητεία, πληροφορήθηκαν τυχαία τα ονόματα των δραστών της δολοφονίας του πατέρα τους. Τότε αποφάσισαν να εκδικηθούν. Αμέσως λιποτάκτησαν, πήραν μαζί τους τον στρατιωτικό τους εξοπλισμό και αναζήτησαν τους δύο δολοφόνους. Δεν δυσκολεύτηκαν να τους βρουν και να τους εκτελέσουν παραδειγματικά, ξεκινώντας έτσι την πορεία τους στην παρανομία.

Πολύ σύντομα οι αδελφοί Ρετζαίοι έστησαν τη δική τους συμμορία ενώ, όπως συνηθίζονταν τότε στις μεγάλες συμμορίες, κατασκεύασαν και την προσωπική τους σφραγίδα. Η δράση τους ήταν κυρίως στην Ήπειρο και είχαν στο ενεργητικό τους κλοπές, ληστείες, εκβιασμούς, απαγωγές αλλά και δολοφονίες που σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής ξεπερνούσαν τις 47, ενώ η χωροφυλακή μιλούσε για τουλάχιστον 80 φόνους!

Παρόλα αυτά, όταν το 1925 η κυβέρνηση Θεόδωρου Πάγκαλου εξέδωσε ένα διάταγμα όπου παραχωρούσε αμνηστία σε οποιονδήποτε παράνομο παραδιδόταν οικειοθελώς και ταυτόχρονα συνελάμβανε ή δολοφονούσε κάποιον επικηρυγμένο ληστή, οι αδελφοί Ρετζαίοι άδραξαν την ευκαιρία. Δεν δίστασαν να δολοφονήσουν και να αποκεφαλίσουν δύο επικηρυγμένους συνεργάτες τους (Σιντόρη και Κοντογιώργη) για να συμπεριληφθούν με αυτό τον τρόπο κι οι ίδιοι στα ευεργητικά μέτρα!

Στη συνέχεια με την άδεια του ελληνικού κράτους εγκαταστάθηκαν στα Ιωάννινα και εντάχθηκαν στην καλή κοινωνία. Κατά την άφιξη τους στην πόλη μια λαοθάλασσα τους υποδέχθηκε με ζητωκραυγές και ευφημισμούς. Ανάμεσα τους, ο αρχηγός της χωροφυλακής και ο τοπικός δεσπότης. Στα Γιάννενα ζούσαν πλουσιοπάροχα χάρη στις μεγάλες λείες που είχαν συγκεντρώσει από τις τόσες παρανομίες τους. Συνεργαζόντουσαν δε άψογα με την χωροφυλακή καταδίδοντας άλλους εγκληματίες.
Το 1924, ο Γιάννης Ρέτζος παντρεύτηκε την κόρη του πρώην συνεργάτη του, Βασίλη Κολοβού.

Στις 13 Ιουνίου του 1926, στον δρόμο Πρέβεζας – Ιωαννίνων (σήμερα θα το λέγαμε: «στην εθνική οδό») στην περιοχή Πέτρα, το αυτοκίνητο της χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας υποχρεώθηκε να σταματήσει. Ένας μεγάλος κορμός δέντρου είχε κλείσει τον δρόμο. Αμέσως δέχτηκαν πυρά, με αποτέλεσμα, στην προσπάθεια του οδηγού να κάνει μανούβρες και να επιστρέψει πίσω, το αυτοκίνητο να ανατραπεί και να μείνει έρμαιο στα χέρια των ληστών. Οκτώ άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 15.000.000 δραχμές, ένα ποσό μυθικό για την εποχή του, έκαναν φτερά.
Την έρευνα επιλήφθηκαν ταυτόχρονα η Εισαγγελία και οι αστυνομικές αρχές της περιοχής, μαζί με τον εισηγητή του Στρατοδικείου της 8ης Μεραρχίας. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα μια μεγάλη σύγχυση μεταξύ των τριών φορέων, εξασφαλίζοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο στους δράστες να διαφύγουν. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια από την έρευνα, δράστες ήταν δέκα ληστές ενώ οργανωτές της ληστείας ήταν ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέτζος.
Μετά από ανελέητο κυνηγητό οι αδελφοί Ρετζαίοι, την άνοιξη του 1927, κατόρθωσαν να περάσουν τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Από την Αλβανία πέρασαν στην Ιταλία και από εκεί με τραίνο πήγαν στη Σερβία όπου πλέον η ελληνική αστυνομία έχασε τελείως τα ίχνη τους. Από τη Σερβία πέρασαν στη Ρουμανία και κατέληξαν στη Βουλγαρία. Εκεί εγκαταστάθηκαν στη Βάρνα και με ψεύτικα στοιχεία ως Αλβανοί υπήκοοι άνοιξαν ένα γραφείο εμπορίου σιτηρών. Και ίσως να μην είχαν συλληφθεί και ποτέ, εάν δεν τους κατέδιδε τελικά ο πεθερός του Γιάννη Ρέτζου, ο Βασίλης Κολοβός.
Εν τέλει, τον Οκτώβριο του 1928 συνελήφθησαν από μια ομάδα Ελλήνων και Βουλγάρων αστυνομικών και μεταφέρθηκαν με τραίνο στην Ελλάδα. Όταν το τραίνο έφτανε στη Θεσσαλονίκη, για μια ακόμη φορά λαοθάλασσα υποδέχτηκε τους Ρετζαίους, αυτή τη φορά όμως γιουχάροντας τους.
Όπως αναφέρει μάλιστα ο Νίκος Ι. Πάνος στο βιβλίο του «Ρεντζαίοι, οι βασιλείς της Ηπείρου», ο Γιάννης Ρέτζος από το παράθυρο του βαγονιού που βρισκόταν διέκρινε τη γυναίκα του και τον πεθερό του και του φώναξε «Θα μου το πληρώσεις άτιμε». Ενώ ο αδελφός του Θύμιος, κοιτώντας όλους όσους ήταν μαζεμένοι, δήλωσε: «Τι παράξενος που είναι ο κόσμος. Αν μας έδιναν όλοι αυτοί από ένα δεκάρικο, δεν θα ήταν ανάγκη να γίνουμε ληστές για να πλουτίσουμε».

Το Σεπτέμβριο του 1929 ξεκίνησε η δίκη των αδελφών Ρετζαίων μαζί με άλλα 16 άτομα για τη ληστεία της Πέτρας, στο Πενταμελές Εφετείο της Κέρκυρας. Δύο χρόνια νωρίτερα είχαν καταδικαστεί άλλα 5 άτομα για την ίδια ληστεία.
Σε όλη τη διάρκεια της δίκης ο Γιάννης και ο Θύμιος δήλωναν ότι γνώριζαν μεν εκ των προτέρων για το σχέδιο της ληστείας αλλά οι ίδιοι δεν είχαν καμία συμμετοχή.
Στις 7 Οκτωβρίου του 1929 βγήκε η οριστική απόφαση του δικαστηρίου όπου καταδίκαζε τα δύο αδέλφια σε θάνατο, ως τους ηθικούς αυτουργούς της ληστείας, καθώς και 3 ακόμη συνεργάτες τους ως φυσικούς αυτουργούς (Ε.Κόκαλης, Κ.Καψάλης, Φ.Διαμαντής). Οι υπόλοιποι 13 κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη, ως συμμετέχοντες.
Έτσι, στις 5 Μαρτίου 1930, στην τάφρο έξω από το παλιό φρούριο της Κέρκυρας έγινε η εκτέλεση των 5 καταδικασμένων.

Με τον θάνατο του Γιάννη και του Θύμιου Ρετζαίου έκλεισε ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας: Η «ληστοκρατία», ένα φαινόμενο που κυριάρχησε στην χώρα για τουλάχιστον 100 χρόνια και άνθησε χάρη στην υπολειτουργικότητα και την πολιτική διαφθορά του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Πολλές ήταν οι αποτυχημένες προσπάθειες των εκάστοτε κυβερνήσεων να πατάξουν τη ληστοκρατία: η ίδρυση το 1833 της Χωροφυλακής, η επικήρυξη των ληστών με μεγάλα χρηματικά ποσά, οι μετακινήσεις πληθυσμών ώστε να μην έχουν προστασία και καταφύγιο οι ληστές, ακόμα και η αμνηστία σε όσους πρόδιδαν άλλους ληστές. Τελικά το φαινόμενο της ληστοκρατίας τερματίστηκε τη δεκαετία του 1930 από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ