Ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων
Οι θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο έχουν μείνει στην ιστορία ως ένα μέσο για τους προπαγανδιστικούς σκοπούς των Ναζί. Οι Γερμανοί τότε προέβαλαν την εικόνα μιας νέας και ισχυρής Γερμανίας και της υπεροχής της «Αρίας φυλής», προσπαθώντας να αποκρύψουν τις αντισημιτικές, ρατσιστικές και μιλιταριστικές πολιτικές του καθεστώτος καθώς και τις επεκτατικές εδαφικές βλέψεις του Αδόλφου Χίτλερ.
Οι θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 1972 στο Μόναχο, έμειναν στην ιστορία ως «η σφαγή του Μονάχου», με ομηρίες, απαγωγές και με 17 νεκρούς.
Τελικά, δεν τους σηκώνει η Γερμανία τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η προετοιμασία για τους αγώνες
Οι προηγούμενοι Ολυμπιακοί Αγώνες, είχαν γίνει στο Μεξικό το 1968. Δέκα ημέρες πριν από την έναρξη των αγώνων, εκατοντάδες διαδηλωτές μαθητές σκοτώθηκαν στην πλατεία Tlatelolco του Μεξικού από κυβερνητικές δυνάμεις. Οι αγώνες τότε είχαν διεξαχθεί με τεράστια παρουσία στρατού.
Το 1972 όμως η Ολυμπιακή Επιτροπή της τότε Δυτικής Γερμανίας, είχε επιχειρήσει να δημιουργήσει μια φιλική και χαλαρή ατμόσφαιρα σε όλες τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, με σκοπό να διαγραφούν οι μνήμες των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936. Οι αγώνες προβάλλονταν από τους διοργανωτές ως «Die Heiteren Spiele» («The Olympics of peace and joy» ή «Carefree Games», «Ανέμελοι Αγώνες»).
Έτσι οι μετακινήσεις μέσα κι έξω στο Ολυμπιακό χωριό, γίνονταν χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο και χωρίς την παρουσία ένοπλου προσωπικού. Το προσωπικό ασφαλείας, με την επωνυμία «Olys», περιορίζονταν κυρίως στον έλεγχο πλαστών εισιτηρίων και την αποτροπή επεισοδίων λόγω μέθης.
Παρότι είχαν εκφραστεί ανησυχίες για τρομοκρατικές επιθέσεις, κυρίως κατά των Ισραηλινών αθλητών, και ενώ είχαν δημιουργηθεί σενάρια τρομοκρατίας – το λεγόμενο «Situation 21» («Κατάσταση 21») – οι διοργανωτές αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε τέτοιες προετοιμασίες θεωρώντας ότι ένα περιβάλλον μεγάλης ασφάλειας έρχονταν ενάντια στο όραμά τους των «Ανέμελων Αγώνων».
Με αυτά τα δεδομένα, στις 26 Αυγούστου 1972 έγινε η τελετή έναρξης των ΧΧ Ολυμπιακών Αγώνων.
Η επίθεση στο Ολυμπιακό χωριό
Το βράδυ της Δευτέρας 4 Σεπτεμβρίου, οι Ισραηλινοί αθλητές παρακολούθησαν την θεατρική παράσταση του «Fiddler on the roof» («Ο βιολιστής στη στέγη») και στη συνέχεια δείπνησαν με τον πρωταγωνιστή του έργου, τον Ισραηλινό ηθοποιό Shmuel Rodensky (1902 – 1989), και επέστρεψαν στο Ολυμπιακό χωριό.
Στις 4:30 π.μ. στις 5 Σεπτεμβρίου, την ώρα που όλοι οι αθλητές κοιμούνταν, οκτώ άντρες ντυμένοι σαν αθλητές, πήδηξαν τον φράχτη του Ολυμπιακού χωριού και κατευθύνθηκαν προς τα δωμάτια της ισραηλινής ομάδας.
Οι άντρες ήταν μέλη της οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης», ένα ακραίο μαχητικό παρακλάδι της πολιτικο-στρατιωτικής Παλαιστινιακής οργάνωσης Φατάχ. Μαζί τους είχαν αθλητικές τσάντες γεμάτες με καραμπίνες, τουφέκια ΑΚΜ, πιστόλια Tokarev και χειροβομβίδες. Χρησιμοποιούσαν το κωδικό όνομα «Issa».
Ο διαιτητής πάλης Yossef Gutfreund, ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την εισβολή και ειδοποίησε τους συγκάτοικους του. Κάποιοι από τους αθλητές και τους συνοδούς τους κατόρθωσαν να ξεφύγουν.
Ο προπονητής πάλης Moshe Weinberg, επιχείρησε να εμπλακεί με τους εισβολείς. Ήταν το πρώτο θύμα.
Ο αρσιβαρίστας Yossef Romano, παρότι ήταν τραυματισμένος από έναν αγώνα, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να αφοπλίσει έναν από τους τρομοκράτες. Κατέληξε το δεύτερο θύμα.
Σύμφωνα με τους New York Times σε δημοσίευση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, οι τρομοκράτες, αφού σκότωσαν τον Romano, στη συνέχεια τον ευνούχισαν.
Οι τρομοκράτες πέταξαν το ακρωτηριασμένο και γεμάτο σφαίρες σώμα του, στο πάτωμα του Διαμερίσματος 1 όπου είχαν συγκεντρώσει 9 ομήρους, ως προειδοποίηση και παραδειγματισμό.
Οι 9 όμηροι ήταν:
Ο διαιτητής πάλης Yossef Gutfreund
Ο προπονητής σκαφών Kehat Shorr
Ο προπονητής στίβου Amitzur Shapira
Ο τεχνικός ξιφασκίας Andre Spitzer
Ο κριτής άρσης βαρών Yakov Springer
Ο παλαιστής Eliezer Halfin
Ο παλαιστής Mark Slavin
Ο αρσιβαρίστας David Berger
Ο αρσιβαρίστας Ze’ev Friedman
Αρκετοί από αυτούς αντιστάθηκαν στην αρχή της επίθεσης με αποτέλεσμα να τραυματιστούν.

Οι πρώτες αντιδράσεις
Την ίδια ημέρα, η πρωθυπουργός του Ισραήλ, Golda Meir, απηύθυνε έκκληση στις άλλες χώρες «να σώσουν τους πολίτες μας και να καταδικάσουν τις ανείπωτες εγκληματικές πράξεις που διαπράχθηκαν».
Ο βασιλιάς Hussein της Ιορδανίας, ήταν ο μόνος ηγέτης αραβικής χώρας που κατήγγειλε δημόσια την επίθεση. Την χαρακτήρισε «άγριο έγκλημα κατά του πολιτισμού που διαπράχθηκε από άρρωστα μυαλά».
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Richard Nixon και ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Henry Kissinger ανακοίνωσαν ότι θα ασκήσουν πίεση στα Ηνωμένα Έθνη για να λάβουν μέτρα κατά της διεθνούς τρομοκρατίας.
Ο πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ), Avery Brundage επέμεινε την ίδια ημέρα να συνεχιστούν οι αγώνες.
Οι Αγώνες συνεχίστηκαν έως ότου η αυξανόμενη πίεση στη ΔΟΕ επέβαλε την αναστολή περίπου 12 ώρες μετά τη δολοφονία του πρώτου αθλητή.
Τα αιτήματα των τρομοκρατών
Οι τρομοκράτες απαιτούσαν:
- Την απελευθέρωση 234 Αράβων (κυρίως Παλαιστινίων) που κρατούνταν στις Ισραηλινές φυλακές
- Την απελευθέρωση των Andreas Baader και Ulrike Meinhof, ιδρυτών της Δυτικής Γερμανικής Φράξιας του Κόκκινου Στρατού, που κρατούνταν σε Γερμανικές φυλακές
- Την παροχή αεροπλάνου που θα τους οδηγούσε με ασφάλεια σε όποια χώρα της Μέσης Ανατολής επέλεγαν. Για αυτό ζητούσαν εγγυήσεις από το Γερμανικό κράτος αλλά και από το κράτος που θα προσγειώνονταν.
Για να δείξουν την αποφασιστικότητά τους, οι τρομοκράτες πέταξαν από την μπροστινή πόρτα των διαμερισμάτων το νεκρό σώμα του Moshe Weinberg.
Η απάντηση
Η Ισραηλινή απάντηση ήταν άμεση, ξεκάθαρη και απόλυτη: «Δεν κάνουμε διαπραγματεύσεις».
Η επίσημη πολιτική του Ισραήλ ήταν ότι δεν διαπραγματεύεται με τρομοκράτες υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Μια τέτοια διαπραγμάτευση θα έδινε κίνητρο σε μελλοντικές επιθέσεις.
Η πρωθυπουργός Golda Meir, δήλωσε επιπλέον: «Εάν εμείς υποχωρήσουμε, κανένας Ισραηλινός πουθενά στον κόσμο δεν θα αισθάνεται ότι η ζωή του είναι ασφαλής… Πρόκειται για εκβιασμό του χειρότερου είδους».
Για τους Γερμανούς η κατάσταση ήταν πολιτικά πολύ δύσκολη και απαιτούσε προσεκτικούς χειρισμούς. Όχι μόνο επειδή έγινε τρομοκρατική επίθεση στην χώρα τους, αλλά και το γεγονός ότι οι όμηροι ήταν Εβραίοι και η μνήμη του «Ολοκαυτώματος» ήταν ακόμη νωπή, δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Έτσι προσέφεραν στους Παλαιστίνιους ένα απεριόριστο χρηματικό ποσό για την απελευθέρωση των ομήρων. Όμως η απάντηση ήταν αρνητική.
«Τα χρήματα δεν σημαίνουν τίποτα για εμάς · ούτε η ζωή μας δεν σημαίνει τίποτα για εμάς», απάντησαν.
Αρνητική ήταν επίσης η απάντηση στην επόμενη πρόταση της Γερμανίας που ήταν να αντικαταστήσουν τους ομήρους με ισάριθμους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς Γερμανούς.
Παρόλα αυτά, υπήρξε μια θεωρία ότι το Ισραήλ ζήτησε από τον καγκελάριο της Γερμανίας Willy Brandt να του επιτρέψει να στείλει Ισραηλινή μονάδα ειδικών δυνάμεων, αλλά εκείνος αρνήθηκε.
Οι διαπραγματεύσεις και «η γκάφα» με τις κάμερες
Υπεύθυνοι για τις διαπραγματεύσεις ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας του Μονάχου Manfred Schreiber και ο υπουργός Εσωτερικών της Βαυαρίας, Bruno Merk.
Το πρώτο σχέδιο της αστυνομίας, ήταν να στείλουν 38 συνοριακούς αστυνομικούς, οπλισμένους αλλά ντυμένους με αθλητικές φόρμες ή στολές εθελοντών των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι αστυνομικοί θα συρόντουσαν μέσα στους σωλήνες εξαερισμού, θα έφταναν στους τρομοκράτες και θα τους σκότωναν.
Στις 16:30 η αστυνομία είχε πάρει θέσεις και περίμενε το σύνθημα για να ξεκινήσει η επιχείρηση.
Κι όλα αυτά, μπροστά στις κάμερες των τηλεοπτικών συνεργείων που μετέδιδαν ζωντανά.
Αυτό που δεν είχε κανείς σκεφτεί μέχρι τότε ήταν ότι και οι τρομοκράτες μπορούσαν να βλέπουν από τις τηλεοράσεις που υπήρχαν στα δωμάτια. Έτσι, όταν οι κάμερες έδειχναν τους αστυνομικούς να ανεβαίνουν στην οροφή του κτηρίου, η «Issa» απείλησε να σκοτώσει δύο ομήρους με αποτέλεσμα η επιχείρηση να τερματιστεί άδοξα.
Όσο οι διαπραγματεύσεις προχωρούσαν, ζητήθηκε από τους τρομοκράτες βεβαίωση ότι οι όμηροι ήταν ζωντανοί. Τότε η «Issa» επέτρεψε στον δήμαρχο του Ολυμπιακού χωριού, Walter Tröger, και τον διαπραγματευτή Hans-Dietrich Genscher να μπουν στους χώρους και να μιλήσουν για λίγο με τους ομήρους.
Όταν επέστρεψαν πίσω, ο Tröger ενημέρωσε την αστυνομία ότι οι όμηροι ήταν τραυματισμένοι κι ότι οι τρομοκράτες που είδε ήταν 4 ή 5. Η αστυνομία εξέλαβε αυτό το νούμερο ως οριστικό, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα ακόμη μοιραίο λάθος.
Το πρώτο σχέδιο ενέδρας
Οι αρχές προσποιήθηκαν ότι συμφωνούσαν με τα αιτήματα του «Issa» και κανόνισαν δύο ελικόπτερα όπου θα παραλάμβαναν τους τρομοκράτες και τους όμηρους από το Ολυμπιακό χωριό και θα τους μετέφεραν στο Fürstenfeldbruck, στην αεροπορική βάση του ΝΑΤΟ. Εκεί θα τους περίμενε το αεροπλάνο.
Από τα δωμάτια τους μέχρι τον χώρο των ελικοπτέρων, οι τρομοκράτες μαζί με τους ομήρους θα έπρεπε να διανύσουν μια απόσταση 200 μέτρων μέσα από τα υπόγεια γκαράζ.
Εκεί σκόπευε η αστυνομία να στήσει την ενέδρα.
Μικρή ομάδα όμως από τους τρομοκράτες, έχοντας τα όπλα τους στραμμένα σε 3 ομήρους, έκαναν πρώτα αυτή τη διαδρομή δοκιμαστικά για να την ελέγξουν. Γρήγορα ανακάλυψαν την κατά τα άλλα «κρυφή» παρουσία των αστυνομικών, οπότε και απαίτησαν λεωφορείο για αυτή τη μικρή διαδρομή, προσθέτοντάς έτσι μία ακόμη αποτυχία στη Γερμανική αστυνομία.
Η δεύτερη ενέδρα
Στις 22:00 το λεωφορείο παρέλαβε τους τρομοκράτες και τους ομήρους και τους οδήγησε στα ελικόπτερα.
Παρόλο που ο γερμανικός στρατός είχε και τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση για ένα τέτοιο εγχείρημα, το μεταπολεμικό σύνταγμα της Δυτικής Γερμανίας δεν επέτρεπε στις ένοπλες δυνάμεις να συμμετέχουν σε θέματα πολιτικής αστυνομίας σε περίοδο ειρήνης. Χωρίς άλλη εναλλακτική, 5 αστυνομικοί είχαν πάρει θέσεις ελεύθερων σκοπευτών μέσα στο αεροδρόμιο. Κανένας από αυτούς δεν ήταν επαγγελματίας ελεύθερος σκοπευτής ενώ ο εξοπλισμός τους δεν περιλάμβανε καν, δίοπτρα νυχτερινής οράσεως.
Στο αεροπλάνο, ένα Boeing 727, το πλήρωμα είχε αντικατασταθεί από 16 αστυνομικούς. Οι αρχές πίστευαν ότι και πάλι κάποιοι του «Issa» θα ήθελαν πρώτα να ελέγξουν το αεροπλάνο. Το σχέδιο έλεγε ότι θα τους χτυπούσαν κατά την επιβίβαση ενώ οι ελεύθεροι σκοπευτές θα χτυπούσαν όσους είχαν απομείνει απ’ έξω.
Όλο το σχέδιο είχε καταστρωθεί με την αντίληψη ότι οι τρομοκράτες ήταν 4-5. Μόνο όταν επιβιβάστηκαν στα ελικόπτερα, οι αστυνομικοί συνειδητοποίησαν ότι είχαν να κάνουν με 8 τρομοκράτες.
Με αυτό το νέο δεδομένο, γύρω στις 22:30, την ώρα που τα ελικόπτερα πλησίαζαν το αεροδρόμιο, τα μέλη της αστυνομίας που θα έπαιζαν το ρόλο του πληρώματος, ψήφισαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αποστολή, αλλά και το αεροπλάνο.
Οι 5 σκοπευτές είχαν μείνει μόνοι τους για να βγάλουν το φίδι από την τρύπα.
Η σφαγή του Μονάχου
Τα δύο ελικόπτερα προσγειώθηκαν και άμεσα κάποια μέλη του «Issa» έσπευσαν να ελέγξουν το αεροπλάνο. Όταν το βρήκαν εντελώς άδειο από πλήρωμα κατάλαβαν ότι είχαν πέσει σε παγίδα.
Στις 23:00 δόθηκε η εντολή στους ελεύθερους σκοπευτές να ανοίξουν πυρ. Οι τρομοκράτες είχαν μπροστά τους τους πιλότους των ελικοπτέρων ενώ οι όμηροι είχαν παραμείνει δεμένοι μέσα στα ελικόπτερα.
Οι απαγωγείς που κρατούσαν τους πιλότους κι ένας από τους ελεύθερους σκοπευτές, σκοτώθηκαν αμέσως.
Τέσσερα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 6ης Σεπτεμβρίου ένας από τους τρομοκράτες πυροβόλησε και σκότωσε 3 από τους ομήρους. Στη συνέχεια έριξε χειροβομβίδα μέσα στο ελικόπτερο, σκοτώνοντας και τους υπόλοιπους ομήρους που βρισκόντουσαν μέσα σε αυτό.
Οι 5 όμηροι που είχαν απομείνει στο άλλο ελικόπτερο σκοτώθηκαν από έναν άλλο τρομοκράτη – αν και υπάρχουν θεωρίες ότι μπορεί να σκοτώθηκαν και ακούσια κατά την ανταλλαγή πυρών τρομοκρατών και αστυνομίας.
Τρεις από τους εναπομείναντες τρομοκράτες, είδαν τα θωρακισμένα οχήματα να πλησιάζουν και ξάπλωσαν στο έδαφος τραυματισμένοι και παραδομένοι.
Ένας από τους τρομοκράτες επιχείρησε να διαφύγει και σκοτώθηκε λίγο αργότερα κατά την καταδίωξη του.
Ο απολογισμός των θυμάτων
Κατά την επιχείρηση σκοτώθηκαν:
9 αθλητές (μαζί με τους 2 που είχαν σκοτωθεί νωρίτερα γίνονται 11),
ένας αστυνομικός και
5 από τους απαγωγείς.
Ο τελικός απολογισμός έφτασε τους 17 νεκρούς.

Τα λάθη της γερμανικής αστυνομίας
Η αποτυχημένη επέμβαση και το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης επιχείρησης έδειξαν τις μεγάλες ελλείψεις και αδυναμίες της γερμανικής αστυνομίας.
- Οι ελεύθεροι σκοπευτές δεν ήταν επαγγελματίες, δεν είχαν τον απαραίτητο εξοπλισμό και δεν είχαν ραδιοεπικοινωνία με το κέντρο της επιχείρησης ώστε να συντονιστούν σωστά.
- Τα ελικόπτερα προσγειώθηκαν αντίθετα από ότι θα έπρεπε, δυσκολεύοντας τους ελεύθερους σκοπευτές και βοηθώντας τους τρομοκράτες να έχουν ένα τεχνητό οχυρό μπροστά τους κατά το άνοιγμα της πόρτας.
- Δεν υπήρχαν θωρακισμένα οχήματα στον χώρο και κατέφθασαν πολύ αργότερα.
- Υπεύθυνος των σχεδιασμών ήταν ο διοικητής της αστυνομίας του Μονάχου, Manfred Schreiber. Ο Schreiber είχε συμμετάσχει ένα χρόνο πριν από τους αγώνες, σε μια άλλη κρίση ομήρων κατά τη ληστεία μίας τράπεζας. Οι λάθος χειρισμοί του είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο μίας από τους όμηρους. Ο Schreiber τότε κατηγορήθηκε για ακούσια ανθρωποκτονία από πρόθεση. Τελικά απαλλάχθηκε από την κατηγορία αλλά σίγουρα το περιστατικό επηρέασε την κρίση του.
- Υπήρξαν επίσης πολλά λάθη τακτικής, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ανθρώπων από φιλικά πυρά.
Δύο μόλις μήνες αργότερα από το συμβάν, ιδρύθηκε στην Γερμανία η Αστυνομική Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία GSG 9, η οποία πλέον έχει καθιερωθεί ως μια από τις πιο αποτελεσματικές αντιτρομοκρατικές οργανώσεις στον κόσμο.
Η επόμενη μέρα
Στις πρώτες ειδήσεις, ειπώθηκε ότι η επιχείρηση είχε μεγάλη επιτυχία. Όλοι οι τρομοκράτες ήταν νεκροί ενώ όλοι οι όμηροι είχαν επιβιώσει. Λίγες ώρες αργότερα, αποκαλύφθηκε η τραγωδία.
Ο αρχηγός της αστυνομίας του Μονάχου Manfred Schreiber βγήκε μπροστά στις κάμερες και έκανε την εξής δήλωση:
«Οι τρομοκράτες ήταν πολύ έξυπνοι και πολύ επαγγελματίες. Οι όμηροι ήταν καταδικασμένοι να πεθάνουν… Δοκιμάσαμε όσα ξέραμε, αλλά δεν ήταν ερασιτέχνες».
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες συνεχίστηκαν μετά από διακοπή 34 ωρών, «επιδεικνύοντας ότι η Ολυμπιακή Ιδέα είναι ισχυρότερη από τον τρόμο και τη βία», όπως δήλωσε ο Πρόεδρος της ΔΟΕ.
Στις 6 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε μνημόσυνο στο Ολυμπιακό Στάδιο παρουσία 3.000 αθλητών και 80.000 θεατών.
Η Ολυμπιακή σημαία καθώς και οι σημαίες όλων των χωρών κυμάτιζαν μεσίστιες, εκτός από τις σημαίες 10 Αραβικών κρατών που απαίτησαν οι δικές τους σημαίες να παραμείνουν ψηλά.
Παρότι οι αγώνες συνεχίστηκαν, πολλοί από τους αθλητές, είτε από ηθική συμπαράσταση είτε από φόβο, εγκατέλειψαν.
Κανένας από τους αστυνομικούς που επρόκειτο να προσποιηθούν το πλήρωμα του αεροπλάνου και εγκατέλειψαν, δεν επιπλήχθηκε.
Τα πτώματα των πέντε τρομοκρατών, Afif, Nazzal, Chic Thaa, Hamid και Jawad, παραδόθηκαν στη Λιβύη. Εκεί τους έθαψαν με όλες τις τιμές ως ήρωες.
Οι τρεις επιζώντες τρομοκράτες που συνελήφθησαν, κρατήθηκαν στο Μόναχο για να δικαστούν. Στις 29 Οκτωβρίου 1972 οργανώθηκε αεροπειρατεία στην πτήση 615 της Lufthansa με δρομολόγιο Φρανκφούρτη – Δαμασκό Συρίας. Με την απειλή ότι θα ανατίναζαν το αεροπλάνο στον αέρα, οι αεροπειρατές ζήτησαν την απελευθέρωση των τριών τρομοκρατών και τη μεταφορά τους στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας (τότε Γιουγκοσλαβία). Οι γερμανικές αρχές εκπλήρωσαν άμεσα το αίτημα των τρομοκρατών. Από το Ζάγκρεμπ, ο Mohammed Safady, ο Adnan Al-Gashey και ο Jamal Al-Gashey διέφυγαν στη Λιβύη όπου τους υποδέχθηκαν ως ήρωες.
Η έλλειψη διαβουλεύσεων των Αρχών της Δυτικής Γερμανίας και η βιασύνη τους να αποδεχθούν τα αιτήματα των τρομοκρατών, έθεσαν αρκετά ερωτήματα σχετικά με την πιθανή συμμετοχή τους ως αντάλλαγμα την αποφυγή μελλοντικών επιθέσεων στη χώρα.
Συνέπειες
Στις 8 Σεπτεμβρίου, ως αντίποινα για τη σφαγή, ισραηλινά αεροπλάνα βομβάρδισαν δέκα βάσεις της PLO (Palestine Liberation Organization – Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), στη Συρία και τον Λίβανο. Δεκάδες μαχητές αλλά και απλοί πολίτες σκοτώθηκαν.
Το 2004 οι οικογένειες των θυμάτων του Μονάχου έλαβαν από το Γερμανικό κράτος το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ ως αποζημίωση.
Η Οργή του Θεού
Μετά από τη σφαγή του Μονάχου η πρωθυπουργός του Ισραήλ Golda Meir ανάθεσε στις Ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες της Mossad να βρουν τους επιζώντες τρομοκράτες καθώς και όλους όσους άλλους είχαν συμμετοχή στην οργάνωση της τρομοκρατικής επίθεσης και να τους εκτελέσουν. Η αποστολή ονομάστηκε «Οργή του Θεού» («Mivtza Za’am Ha’El») και κράτησε για τουλάχιστον 20 χρόνια – αν και επίσημα είχε διακοπεί το 1973 ύστερα από την κατά λάθος δολοφονία ενός αθώου πολίτη στη Νορβηγία.
Απ’ όλους όσους συμμετείχαν στην τρομοκρατική επίθεση, παρόλες τις πολυάριθμες απόπειρες δολοφονίας του, ο Abu Daoud, ο άνθρωπος που είχε την ιδέα της επίθεσης και συμμετείχε στην οργάνωση της, ήταν ο μόνος που πέθανε από φυσικά αίτια.
Σε συνέντευξη του είχε δηλώσει ότι: «Δεν μετανιώνω για τίποτα. Μπορείτε μόνο στα όνειρα σας να με βλέπετε να ζητάω συγνώμη». Πέθανε σε ηλικία 73 ετών στις 3 Ιουλίου 2010 στη Συρία.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2020
Οι οικογένειες των θυμάτων ζητούσαν για χρόνια από τους διοργανωτές των Ολυμπιακών να τους τιμήσουν σε μια τελετή έναρξης, αλλά η ΔΟΕ απόρριπτε το αίτημα τους για να μην «προσβληθούν» κάποια κράτη που συμμετείχαν στους αγώνες. Η επίσημη δικαιολογία πάντως ήταν ότι:
«Η τελετή δεν είναι κατάλληλη ατμόσφαιρα για φόρο τιμής».
Τα θύματα του Μονάχου τιμήθηκαν για πρώτη φορά με ένα λεπτό σιγής κατά την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο, το 2020, σχεδόν 50 χρόνια μετά το γεγονός.
Η σφαγή του Μονάχου στον κινηματογράφο
Πολλές ταινίες έχουν γυριστεί με θέμα τη σφαγή του Μονάχου, με πιο γνωστές τις:
(1986) «Swords of Gideon», σε σκηνοθεσία Michael Anderson.
(1999) «One day in September», σε σκηνοθεσία Kevin Macdonald, Βραβευμένο με Oscar καλύτερου ντοκιμαντέρ.
(2005) «Munich», σε σκηνοθεσία Steven Spielberg.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ
Σχολιάστε