Ψήγματα ελληνικής ιστορίας μέσα από την βιογραφία του διασημότερου Έλληνα Αστυνομικού
Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης (1832 – 27.12.1904) είναι ίσως ο πιο διάσημος Έλληνας αστυνομικός που σφράγισε με την παρουσία του μια ολόκληρη εποχή της νεότερης Ελλάδας. Στα χρόνια που έζησε συμμετείχε σε πολλά μεγάλα γεγονότα και αποτέλεσε κι ο ίδιος ενεργό μέρος αυτών.
Τα πρώτα του χρόνια
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αγρίνιο αλλά ο πατέρας του Ιωάννης Μπαϊρακτάρης, κατάγονταν από ένδοξη οικογένεια Σουλιωτών.
Στο Αγρίνιο παρακολούθησε την βασική σχολική εκπαίδευση.
Οικογενειακή κατάσταση
Παντρεύτηκε την Πηνελόπη Μπαϊρακτάρη και απόκτησαν μία κόρη, την Ερασμία.
Ο Μπαϊρακτάρης στο στρατό
Ο Μπαϊρακτάρης κατατάχτηκε στο στρατό ως απλός στρατιώτης το 1848 στο 3ο Τάγμα Ακροβολιστών, στο Μεσολόγγι. Μετατέθηκε ως λοχίας στην Πάτρα, το 1850 όπου και εκτελούσε καθήκοντα Αστυνόμου.
Την ώρα που περιπολούσε στο λιμάνι της Πάτρας, έπεσε μπροστά σε δυο Άγγλους στρατιώτες που παρενοχλούσαν μια νεαρή Ελληνίδα. Ο Μπαϊρακτάρης τους χτύπησε και τους πέταξε στη θάλασσα.
Ο Νομάρχης Αχαΐας, φοβούμενος μην καταλήξει το περιστατικό σε διπλωματικό επεισόδιο, μετέθεσε τον Μπαϊρακτάρη στο Ναύπλιο προάγοντας τον σε αξιωματικό του Πεζικού.
Τι ήταν όμως αυτό που ανησύχησε τόσο πολύ τον Νομάρχη;
Υπόθεση Πατσίφικο ή Παρκερικά γεγονότα
Το 1847 η κυβέρνηση απαγόρευσε για πρώτη φορά το έθιμο του «κάψιμου του Ιούδα» μετά την εκφορά του Επιταφίου με την σκέψη ότι μπορεί να προσβάλλονταν επώνυμοι Εβραίοι που βρίσκονταν στην Αθήνα εκείνη την εποχή. Αυτό εκνεύρισε τους Αθηναίους και επιτέθηκαν κατά της περιουσίας του βρετανικής υπηκοότητας Εβραίου Δον Πατσίφικο, πρόξενου της Πορτογαλίας. Ο Δον Πατσίφικο ήταν γνωστός καιροσκόπος και τοκογλύφος στους αθηναϊκούς κύκλους και είχε εκφραστεί δημόσια κατά των χριστιανικών εθίμων.
Το 1850 παρότι ο Δον Πατσίφικο αποζημιώθηκε από το ελληνικό κράτος με πολύ μεγαλύτερο ποσό από τις πραγματικές ζημιές του, η Βρετανία προέβηκε σε ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας και ταυτόχρονα κατάσχεση ελληνικών πλοίων στο Αιγαίο μέχρι η Ελλάδα να καταβάλει την μέγιστη «ηθική» αποζημίωση.
«Παρκερικά» ονομάσθηκαν τα υπέρογκα ποσά που υποχρεώθηκε η χώρα να καταβάλει ως αποζημίωση από το όνομα του Άγγλου ναυάρχου Sir William Parker που εφάρμοσε αυτά τα μέτρα.
Ο Μπαϊρακτάρης συμμετέχει στην έξωση του Όθωνα
Ο Μπαϊρακτάρης είχε μυηθεί από τον Θεόδωρο (γνωστό ως «Θεοδωράκη») Γρίβα στο κίνημα για την εκθρόνιση του Βαυαρού βασιλιά Όθωνα.
Ο Θεοδωράκης Γρίβας ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στην επανάσταση του 1821 με δικό του στρατιωτικό σώμα. Το 1836 ήταν αυτός που κατέστειλε την εξέγερση στην Ακαρνανία εναντίον του Όθωνα. Επειδή όμως «έχει ο καιρός γυρίσματα», τον Οκτώβριο του 1862 ο Γρίβας επαναστάτησε, αυτή τη φορά εναντίον του Όθωνα.
Σε μια από τις μάχες που ακολούθησαν, ο Μπαϊρακτάρης βρέθηκε να πολεμάει αντιμέτωπος με τον αδελφό του οποίος ήταν με τους υπερασπιστές του Όθωνα.
Τελικά στις 12 Οκτωβρίου 1862, ο Όθωνας και η σύζυγός του Αμαλία εγκατέλειψαν οριστικά τη χώρα. Ο Γρίβας, που είχε προήχθη σε στρατάρχη και κατευθυνόταν προς την Αθήνα, απεβίωσε στις 24 Οκτωβρίου 1862. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι δηλητηριάστηκε από Άγγλους πράκτορες επειδή είχαν την πληροφορία ότι σκόπευε να καταλύσει τη μοναρχία και να ανακηρύξει τον εαυτό του Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Με την Εθνοσυνέλευση του 1863 τη θέση του Όθωνα πήρε ο τότε πρίγκηπας Γουλιέλμος Γεώργιος της Δανίας του Οίκου των Γκλύξμπουργκ.
Η Κρητική Επανάσταση (1866-1869)
Το 1866 ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης θα σταλεί ως Ανθυπασπιστής για να συμμετάσχει στην Κρητική Επανάσταση ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία.
Παρότι η Επανάσταση τελείωσε το 1869 χωρίς επιτυχία, ο Μπαϊρακτάρης διακρίθηκε για τη δράση του και τη γενναιότητα του.
Η Κρήτη τελικά απελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 3 Νοεμβρίου του 1898 όπου και ανακηρύχθηκε «αυτόνομη Κρητική Πολιτεία» με ύπατο αρμοστή τον πρίγκηπα Γεώργιο. Η ένωση με την Ελλάδα έγινε τον Μάιο του 1913, με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου.
Οι ληστοσυμμορίες της ελληνικής υπαίθρου
Ένα μεγάλο πρόβλημα της νεότερης Ελλάδας ήταν οι ληστές της υπαίθρου. Αν και το φαινόμενο της ληστείας κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καλύπτεται από το πέπλο του μύθου και οι ληστές τείνουν να ηρωποιηθούν, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά μετά την ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους.
Οι ληστές πλέον δραστηριοποιούνται σε οργανωμένο – επαγγελματικό επίπεδο, κάτι που είναι πολύ νωρίς να πούμε ότι ισχύει και για την νεοσύστατη (ιδρύθηκε το 1833) Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η πρώτη Σχολή Χωροφυλακής ιδρύθηκε το 1861 και η εκπαίδευση του προσωπικού λάμβανε χώρα σε εγκαταστάσεις του στρατού.
Έτσι, μετά την επιστροφή του από την Κρήτη, ανατέθηκε στον λοχαγό πλέον Δημήτρη Μπαϊρακτάρη να κυνηγήσει τις διάφορες ληστοσυμμορίες που λυμαίνονταν εκείνη την περίοδο την ελληνική ύπαιθρο. Για τον σκοπό αυτό υπηρέτησε αρχικά στη Θεσσαλία, που προστέθηκε στην Ελληνική επικράτεια το 1881.
Κατόπιν εστάλθη στη Στερεά Ελλάδα και στη συνέχεια στην Πελοπόννησο, πρώτα στην Αρκαδία και το 1883 στη Μεσσηνία.
Ο Μπαϊρακτάρης Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών
Από τη Μεσσηνία το 1886 ο Μπαϊρακτάρης μετατέθηκε στην Αθήνα με αστυνομικά καθήκοντα.
Όταν στις 20 Μαρτίου του 1893 συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία ο Χαρίλαος Τρικούπης διαβλέποντας τις ικανότητές του τον διόρισε με το βαθμό του ταγματάρχη, Αστυνομικό Διευθυντή Αθηνών.
Ταυτόχρονα, ο Τρικούπης διπλασίασε τον αριθμό των αστυνομικών, οργάνωσε την εντατική εκπαίδευση τους και αύξησε το μισθό τους, προσφέροντας έτσι κίνητρα στον κόσμο να καταταγεί στην Αστυνομία.
(Σημείωση: την ίδια χρονιά, στις 10 Δεκεμβρίου 1893, ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης θα πει τη γνωστή φράση: «Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν!» επισημοποιώντας έτσι την πτώχευση της χώρας και παραδίδοντάς την στον διεθνή οικονομικό έλεγχο).
Κατά τη θητεία του ο Μπαϊρακτάρης είχε να αντιμετωπίσει διάφορα για την εποχή επίμαχα θέματα: τα ναρκωτικά, τους «νταβατζήδες», τους χαρτοπαίκτες, τα «κουτσαβάκια», τους «λαχανάδες», τους γυμνιστές, τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Τα κουτσαβάκια
Το κουτσαβάκι ή ο κουτσαβάκης (πληθυντικός: κουτσαβάκια ή κουτσαβάκηδες) ήταν ο μάγκας, ο νταής, ο τσίφτης, ο μόρτης, το αλάνι αλλά και ο ψευτόμαγκας και ο δήθεν παλικαράς.
Η προσωνυμία αυτή κατά την επικρατέστερη άποψη προέρχεται εκ του «κουτσά + βαίνω», δηλαδή «περπατώ σαν κουτσός». Κι αυτό επειδή οι κουτσαβάκηδες χάριν επίδειξης βάδιζαν αργά χαμηλώνοντας εναλλάξ τους ώμους τους κατ΄ αντίστοιχο πόδι και με αντίστοιχη κλίση του κεφαλιού.
Μια άλλη εκδοχή παρουσιάζει ως προέλευση του ονόματος τον Δημήτριο Κουτσαβάκη, δεκανέα του ιππικού εκείνης της εποχής και διάσημο καβγατζή.
Οι πρώτοι κουτσαβάκηδες ήταν Αϊβαλιώτες και Συριανοί και εγκαταστάθηκαν στη συνοικία του Ψυρρή. Η περιοχή τότε λειτουργούσε ως πόλος διασκέδασης για τους Αθηναίους με πολλά καφενεία, ταβέρνες και καπηλειά. Ταυτόχρονα όμως ήταν και μια επικίνδυνη περιοχή εξαιτίας των κουτσαβάκηδων.
«Μεσ’ στα σοκάκια του Ψυρρή, μεσ’ την παρανομία
φοβάται να κυκλοφορεί, Στρατός κι Αστυνομία»,
έλεγε χαρακτηριστικά το τραγούδι.
Τα κουτσαβάκια ήταν συνήθως κλεφτρόνια, διακινητές ναρκωτικών, νταβατζήδες, αγαπητικοί, «προστάτες» καταστημάτων, μπράβοι, τζογαδόροι, αλλά και κομματικοί τραμπούκοι.
Ο Νίκος Ρίζος και ο Κώστας Χατζηχρήστος διακωμωδούν τα κουτσαβάκια στην ταινία «της κακομοίρας» το 1963:
Η ενδυμασία των κουτσαβάκηδων
Λευκό πουκάμισο, μαύρο γιλέκο, και καμιά φορά γραβάτα ήταν το ντύσιμο του κορμού των κουτσαβάκηδων.
Το παντελόνι, φαρδύ ψηλά και στενό στους αστραγάλους, μονόχρωμο, καρό ή ριγέ, πάντοτε όμως μαύρο. Στην «κωλότσεπη» έμπαινε η χτένα και το μαντήλι.
Το σακάκι συνόδευε μεν το ντύσιμο αλλά δεν φοριόταν ποτέ ολόκληρο: είτε φορούσε μόνο το αριστερό μανίκι είτε κρεμόταν όλο από τον έναν ώμο.
Τα παπούτσια ήταν μαύρα ή δίχρωμα (λευκό – μαύρο), μυτερά και με τακούνι (ψηλό «όσο να περνάει ένα ποντικάκι από κάτω»). Συχνά μέσα στο παπούτσι έβαζαν δύο κομμάτια πετσί βουτηγμένα στο πετρέλαιο ώστε να προκαλείται ο απαραίτητος θόρυβος κατά το περπάτημα.
Στη μέση το φαρδύ ζωνάρι που τυλιγόταν κάμποσες φορές και συχνά η άκρη του έφτανε το πάτωμα και σέρνονταν ελαφρά. Ο λόγος που σέρνονταν ήταν για να προκαλέσουν. Όποιος τολμούσε να το πατήσει – έστω και κατά λάθος – σήμαινε αμέσως καυγά. (Εξού και η φράση: «απλώνει το ζωνάρι του για καυγά»).
Μέσα στο ζωνάρι κρύβονταν το ταμπάκι, ο καπνός, το φυλακτό και το μαχαίρι (η «σκανταλιάρα» ή «δίκοπη», όπως την έλεγαν. Κάποιοι το έβαζαν στην κρυφή εσωτερική τσέπη του γιλέκου). Σπανιότερα – για όσους κουβαλούσαν όπλο – στο ζωνάρι έμπαινε και το πιστόλι («η κουμπούρα» ή «το σιδερικό» ή «το κούφιο»).
Στο κεφάλι, μαύρη ρεπούμπλικα ή καβουράκι με απαραίτητα 2-3 βουλιάγματα. Οι λιγότερο μάγκες φορούσαν τραγιάσκα.
Στο χέρι κομπολόι ή μπεγλέρι.
Στο πρόσωπο, μακρύ, στριφτό μουστάκι.
Το μαλλί πάντα αλειμμένο με λίπος για να γυαλίζει. Με μακριές αφέλειες ή τσουλούφι που σκέπαζε τα μάτια.
Το ύφος τους ήταν πάντοτε βλοσυρό ενώ συχνά φορούσαν την μαύρη περιμετρική υφασμάτινη ταινία «πένθους» στον βραχίονα ή στο καπέλο. Κι επειδή δεν είχαν κάποιον δικό τους να πενθήσουν, πενθούσαν τους εχθρούς που θα δολοφονούσαν… προσεχώς.
Ο Μπαϊρακτάρης αναλαμβάνει να εξοντώσει τα κουτσαβάκια
Αν και στο παρελθόν τους είχε χρησιμοποιήσει κι ο ίδιος ο Τρικούπης, πλέον υποστήριζαν τον πολιτικό του αντίπαλο Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Έπρεπε λοιπόν να φύγουν από τη μέση.
Έτσι ανέθεσε αυτό το έργο στον Μπαϊρακτάρη.
(Τρικούπης και Δηλιγιάννης άλλαζαν διαρκώς την πρωθυπουργία εκείνη την περίοδο).
Η ιδιαίτερη μέθοδος του Μπαϊρακτάρη
Ο Μπαϊρακτάρης, σε αντίθεση με του προκατόχους του (Δημοτικούς και Διοικητικούς Αστυνομικούς, όπως λέγονταν) επέλεξε έξυπνα να μη χρησιμοποιήσει τον διωγμό ως μέτρο, που θα είχε ως αποτέλεσμα την ηρωποίηση των κουτσαβάκηδων, αλλά τον ταπεινωτικό εξευτελισμό, που πραγματικά θα εξάλειφε το είδος.
Ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, με μια επίλεκτη ομάδα Ευζώνων που είχε δημιουργήσει ο ίδιος, έκανε εφόδους σε καφενεία, καπηλειά και πλατείες αναζητώντας κουτσαβάκια. Τα κουτσαβάκια πλέον που συλλαμβάνονταν, αντί να οδηγηθούν κατευθείαν στη φυλακή, οδηγούνταν στην πλατεία Κλαυθμώνος. Το μοτίβο ήταν το εξής:
Σε ένα αμόνι που ήταν στημένο εκεί υποχρεούνταν οι ίδιοι οι κουτσαβάκηδες να καταστρέψουν τα όπλα τους σπάζοντας ή στραβώνοντας τα. Όποιος τολμούσε να αρνηθεί εισέπραττε χτυπήματα από τον βούρδουλα του Μπαϊρακτάρη.
Στη συνέχεια, με ένα μεγάλο ψαλίδι, ένας αστυνομικός – συχνά ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρης – έκοβε τα σύμβολα της «μαγκιάς»: τις μυτερές άκρες των παπουτσιών, το δεξί μανίκι του σακακιού, το μακρύ ζωνάρι, τις αφέλειες των μαλλιών τους ή και όλο το μαλλί «με την ψυλή», και τέλος… το μισό μουστάκι.
Το πλήθος καθ’ όλη τη διάρκεια γιουχάριζε και ζητωκραύγαζε με αποτέλεσμα ο εξευτελισμός να είναι ανεπανόρθωτος.
Τότε είτε τους άφηνε ελεύθερους είτε τους οδηγούσε στη φυλακή εφόσον κατηγορούνταν για σοβαρότερα εγκλήματα. Σε κάιθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Το κουτσαβάκι αισθάνονταν τόση ντροπή που δεν κυκλοφορούσε πλέον στους δρόμους αλλά προσπαθούσε να φύγει σε κάποιο μέρος που δεν θα τον αναγνώριζαν.
Τα κουτσαβάκια μέσα από τη λογοτεχνία και το τραγούδι
Αναφορά στα κουτσαβάκια γίνεται στη λογοτεχνία:
«Οι άθλιοι των Αθηνών», Ιωάννης Κονδυλάκης, 1895
«Το νάμι της», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1906
Αλλά και στο ρεμπέτικο τραγούδι:
«Κουτσαβάκι», Γιαγκούλης (Γιάγκος Ψαμαθιανός), 1906
«Κουτσαβάκι», Μαρίκα Παπαγκίκα, 1919
«Το κουτσαβάκι», Ζαχαρίας Κασιμάτης, 1933
«Το ζωνάρι», Ρόζα Εσκενάζυ, 1935
«Στρι’ ρε κουτσαβάκι», Βαγγέλης Παπάζογλου, 1935
«Κουτσαβάκι», Ανέστης Δελιάς, 1936
«Όλοι οι ρεμπέτες», Μάρκος Βαμβακάρης, 1937
Στρι’ ρε κουτσαβάκι. Τραγουδάει ο Χρήστος Τσαγκαράκης:
Οι ενοχλητικοί κανταδόροι
Άλλη μία ομάδα που κυνηγήθηκε από τον Μπαϊρακτάρη ήταν οι βραδινοί κανταδόροι.
Συνήθως επρόκειτο για ερωτευμένους νεαρούς που με τη συνοδεία φίλων και οργάνων τραγουδούσαν κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης τους ώρες κοινής ησυχίας, θυσιάζοντας με αυτόν τον τρόπο τον ύπνο των γειτόνων.
Παρόλη τη γραφικότητα του θέματος ο Μπαϊρακτάρης φέρθηκε αρκετά σκληρά στους κανταδόρους. Μόλις τους έπιαναν οι εύζωνες του, τους έσπαζαν τα όργανά τους σε χίλια κομμάτια καταστρέφοντας ταυτόχρονα μαζί με τα όργανα και τον ρομαντισμό των νέων.
Το θέμα με τους γυμνιστές
Επειδή, το 1895, δεν υπήρχε νόμος που να απαγορεύει τον γυμνισμό αρκετοί λουόμενοι που επιθυμούσαν να κάνουν το μπάνιο τους στην πολυσύχναστη παραλία του Φαλήρου, χωρίς όμως να βρέξουν τα ρούχα τους, επέλεγαν τα γδυθούν τελείως.
Αυτό όμως προκαλούσε τα ήθη της εποχής και ιδιαίτερα τα μέλη της υψηλής κοινωνίας που έκαναν τη βόλτα τους στην παραλία.
Ο Μπαϊρακτάρης σκέφτηκε να λύσει το θέμα με τον εξής αποτελεσματικό τρόπο: Έβαζε αστυνομική περίπολο να μαζεύει όλα τα ρούχα των γυμνιστών και να τα πηγαίνει στο τμήμα. Έτσι οι κολυμβητές που έβγαιναν από τη θάλασσα βρισκόντουσαν έκπληκτοι χωρίς ρούχα. Αυτή η ντροπή, σε συνδυασμό με το ότι για να πάρουν τα ρούχα τους πίσω υπόγραφαν στο τμήμα ότι δεν θα επαναλάβουν την πράξη τους, σταμάτησε γρήγορα αυτό το φαινόμενο.
Οι Α’ Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896
Λίγο πριν την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα, ο Μπαϊρακτάρης σκέφτηκε να προνοήσει ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο των λωποδυτών που θα δυσφημούσε πιθανόν τη χώρα μας στο εξωτερικό.
Συγκέντρωσε όλα τα κουτσαβάκια και πάλι στην πλατεία Κλαυθμώνος – όχι όμως για να τα τιμωρήσει αυτή τη φορά. Αναφερόμενος στο φιλότιμο τους και στη αγάπη τους προς την πατρίδα, τους ζήτησε, όχι μόνο να μην κλέβουν οι ίδιοι εκείνες τις ημέρες αλλά και να φυλάνε και τον κόσμο από τους εισαγόμενους λωποδύτες.
Οι Αγώνες της 1ης Ολυμπιάδας διοργανώθηκαν στις 6-16 Απριλίου 1896 (25 Μαρτίου – 3 Απριλίου με το τότε Ιουλιανό ημερολόγιο), με απόλυτη επιτυχία.
Στους αγώνες συμμετείχαν 241 αθλητές από 14 χώρες (το 65% αυτών ήταν Έλληνες) και τα αθλήματα διεξήχθησαν κυρίως στο Παναθηναϊκό Στάδιο (άρση βαρών, γυμναστική, πάλη, στίβος), στο Ζάππειο Μέγαρο (ξιφασκία), στο λιμάνι της Ζέας (κολύμβηση), στον Όμιλο Αντισφαίρισης Αθηνών (αντισφαίριση), στο ποδηλατοδρόμιο Νέου Φαλήρου (ποδηλασία πίστας, αντισφαίριση), στο σκοπευτήριο Καλλιθέας (σκοποβολή) και στον Μαραθώνα (μαραθώνιος, ατομική ποδηλασία).
Μέχρι και την τελετή λήξης που έγινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο με 80.000 θεατές, δεν κλάπηκε ούτε ένα πορτοφόλι!
Ο Μπαϊρακτάρης και το Πανεπιστήμιο
Ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με τον Δημήτρη Μπαϊρακτάρη εκδώσαν τις πρώτες φοιτητικές ταυτότητες. Με αυτές, αν κάποιος φοιτητής συλλαμβάνονταν από την αστυνομία για κάποιο παράπτωμα, αντί να οδηγηθεί στη φυλακή οδηγούνταν στην πρυτανεία η οποία πλέον ήταν αρμόδια για να επιβάλλει ή όχι πειθαρχικές ποινές στο φοιτητή.
Γαλβανικά γεγονότα
Ο Ιούλιος Γαλβάνης ήταν ένας καθηγητής της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και χειρούργος οφθαλμίατρος. Το Δεκέμβριο του 1896, απευθυνόμενος στους τελειόφοιτους μαθητές του τους δήλωσε ότι δεν θα δώσει σε κανέναν απολυτήριο («απόδειξη ακροάσεως») αν δεν έχει κάνει πρακτική εξάσκηση σε ασθενή στη νοσοκομειακή κλινική του.
Αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τους φοιτητές που προχώρησαν σε αποχή.
Η αποχή γρήγορα εξελίχτηκε σε γενική απεργία των φοιτητών στην Ιατρική, τη Νομική και τη Φιλοσοφική Σχολή. Ο πρύτανης, του οποίου ο Γαλβάνης είχε διορίσει τον γιο του στον «Ευαγγελισμό», απείλησε τους μαθητές ότι θα χάσουν το 6μηνο. Οι μαθητές ζητούσαν τη δημόσια συγνώμη του Γαλβάνη. Αντ’ αυτού, εκείνος απάντησε:
«Οι φοιτηταί της Ιατρικής κατέχονται υπό νευρικής διαταράξεως ανιάτου. Κατόπιν τούτου, εις ουδέν πρόκειται να υποχωρήσω».
Στις 15 Ιανουαρίου 1897 οι φοιτητές προχώρησαν σε κατάληψη του Πανεπιστημίου.
Ο Μπαϊρακτάρης κάνει τις πρώτες συλλήψεις φοιτητών. Κόσμος βγαίνει στους δρόμους υπέρ των φοιτητών ενώ στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις υπό τις διαταγές του Μπαϊρακτάρη περικυκλώνουν το Πανεπιστήμιο. Φοιτητές και πολίτες συγκρούονται με τις αστυνομικές δυνάμεις στην οδό Σταδίου με αποτέλεσμα τον θάνατο του φοιτητή Βαρότση και τον τραυματισμό περίπου 20 φοιτητών και πολιτών και 8 στρατιωτικών και αστυνομικών.
Τα γεγονότα έληξαν λίγο πριν την επιβολή στρατιωτικού νόμου που ετοιμαζόταν να κηρύξει η κυβέρνηση, χάριν στη μεσολάβηση του Μητροπολίτη Αθηνών Προκοπίου, του δημοσιογράφου Δάσιου και ομάδας καθηγητών του Πανεπιστημίου.
Η κυβέρνηση Δεληγιάννη, αμέσως μετά την έξοδο των φοιτητών αναίρεσε όσα είχε συμφωνήσει και κυνήγησε ποινικά τους πρωτεργάτες φοιτητές ενώ εγκατέστησε φρουρά έξω από το Πανεπιστήμιο.
Στα συγκεκριμένα γεγονότα Ο Μπαϊρακτάρης έβαλε την αστυνομία να χρησιμοποιήσει μάνικες νερού εναντίον των διαδηλωτών κάτι που έγινε για πρώτη φορά στη χώρα μας.
Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897
Κατά το «Μαύρο ’97» (όπως έγινε γνωστός ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα), ο Μπαϊρακτάρης με το βαθμό του συνταγματάρχη μετέβη στην Άρτα. Εκεί προήχθη σε Ταξίαρχο και αφού συγκρότησε την 1η ταξιαρχία με δυνάμεις του πεζικού, του πυροβολικού, του μηχανικού αλλά και της χωροφυλακής ενώθηκε με την ταξιαρχία Γκολφινόπουλου. Υπό την καθοδήγηση του Μπαϊρακτάρη και με τον ίδιο στην πρώτη γραμμή να εμψυχώνει τους άντρες του, θα κερδηθεί η τριήμερη μάχη του Γριμπόβου (30 Απριλίου – 2 Μαΐου), η μοναδική μάχη που κέρδισε η Ελλάδα σε αυτόν τον πόλεμο.
Δύο ημέρες μετά, στις 4 Μαΐου, υπογράφεται συνθήκη ανακωχής μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με την Ελλάδα να υποχρεώνεται σε νέο δανεισμό για να καταβάλλει στην Τουρκία μια υπέρογκη πολεμική αποζημίωση.
Παρά την αποφασιστική Οθωμανική στρατιωτική νίκη, λόγω της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Αυστρία, Ρωσία, Ιταλία) ένα χρόνο μετά η Κρήτη θα απελευθερωθεί.
Αποστράτευση και θάνατος
Ο Μπαϊρακτάρης τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, και παρασημοφορήθηκε δύο φορές για ανδραγαθία. Αποστρατεύθηκε στις 10 Μαρτίου 1900, με το βαθμό του υποστράτηγου.
Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης πέθανε από αποπληξία, στις 27 Δεκεμβρίου του 1904 στο σπίτι του στην οδό Βησσαρίωνος 6 στην Αθήνα. Έχει ταφεί στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Μπαϊρακτάρης στον Ελληνικό κινηματογράφο
Στον Ελληνικό κινηματογράφο η πιο χαρακτηριστική ταινία που παρουσιάζει τα κουτσαβάκια αλλά και τον ίδιο τον Μπαϊρακτάρη, είναι η «Ανθισμένη αμυγδαλιά», του 1959, σε σκηνοθεσία του Χρήστου Αποστόλου και σενάριο του Δημήτρη Γιαννουδάκη (με βάση το θεατρικό έργο του ίδιου).
Αν και πρωταγωνιστές είναι ο Ανδρέας Μπάρκουλης και η Κάκια Αναλύτη, αυτός που ξεχωρίζει είναι ο Νίκος Σταυρίδης στο ρόλο του καφετζή Παναγή.
Όταν ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης (Άρης Χρυσοχόος) επισκέπτεται τον Παναγή, εκείνος, χωρίς να ξέρει ποιον έχει μπροστά του, κατηγορεί την κυβέρνηση αλλά και τον ίδιο τον Μπαϊρακτάρη. Αργότερα, κατά τη σύλληψη των κουτσαβάκηδων, Νταούφαλη (Νίκος Φέρμας) και του μανάβη (Φραγγίσκος Μανέλλης) η μπάλα παίρνει και τον Παναγή που τελικά, παρόλη την αθωότητα του δεν θα καταφέρει να σώσει το μουστάκι του από το ψαλίδι του Μπαϊρακτάρη.
Επίλογος
Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης ήταν αναμφισβήτητα μια ιδιαίτερη και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που δημιουργούσε είτε φανατικούς οπαδούς είτε φανατικούς εχθρούς.
Ακόμα όμως κι όσοι κατηγορούσαν τη σκληρότητα των μεθόδων του δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις ικανότητες του και τα πατριωτικά του φρονήματα. Και σίγουρα ο Μπαϊρακτάρης ζωγράφισε πολλές πινελιές στη νεότερη ελληνική ιστορία.
Ο Σωτήρης Μουστάκας διακωμωδεί τα κουτσαβάκια στην ταινία «Μήτσος ο Ρεζίλης», το 1984:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ
Να ήταν σήμερα πρωθυπουργός θα χρωστούσε η τρόικα στην Ελλάδα !!!
Αν δεν ήταν και αυτός πόσες τραγουδαρες ρεμπέτικα δεν θα είχαν φτιαχτεί .
Ο Τσακ Νόρις ή Τσαρλς Μπρονσον της εποχής εκείνης
Eμφανισιακά κλείνω προς τον Charles Bronson – όχι τόσο τον γνωστό ηθοποιό αλλά τον Βρετανό Charles Bronson τον διασημότερο Βρετανό κρατούμενο! (Ίσως γράψω για αυτόν σε επόμενο άρθρο)…