Ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα

Ο Βασίλης Λυμπέρης (1945 – 25.08.1972) και η Βασιλική, γνωριστήκαν το 1967 στο Λαϊκό Νοσοκομείο, όπου νοσηλεύονταν οι πατεράδες του και μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο. Ο έρωτας του ζευγαριού ήταν κεραυνοβόλος, με αποτέλεσμα, στις 17 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς να παντρευτούν.

Τα πρώτα χρόνια του ζευγαριού

Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο πατρικό σπίτι της Βασιλικής στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου και παρότι ζούσαν μαζί με τους γονείς της, η ζωή τους κυλούσε όμορφα. Όσο όμως καλά τα πήγαινε ο Λυμπέρης με τον πεθερό του, άλλο τόσο άσχημη ήταν η σχέση του με την πεθερά του.

Μετά τη γέννα του πρώτου τους παιδιού, ο Λυμπέρης έχασε τη δουλειά του ως ηλεκτρολόγος. Για να τον στηρίξει ο πεθερός του, πούλησε ένα οικόπεδο και του άνοιξε ένα μαγαζί με μπαταρίες. Η κακή οργάνωση του Λυμπέρη σε συνδυασμό με την «γκρίνια» της πεθεράς (!) είχαν ως αποτέλεσμα το μαγαζί να μην πηγαίνει καλά και γρήγορα να μπει λουκέτο.

Ο θάνατος του πεθερού του θα δημιουργήσει μέσα στο σπίτι τους μια πολύ δύσκολη ατμόσφαιρα με πολλούς έντονους διαπληκτισμούς και καυγάδες.
Ο Λυμπέρης κάνει μεροκάματα όπου βρει, αλλά και πάλι τα χρήματά που βγάζει δεν επαρκούν για να ζήσει τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά. Έτσι, η γυναίκα του και η πεθερά του πουλούν ένα ακόμη οικόπεδο.

Ο χωρισμός

Από ένα άγνωστο τηλεφώνημα, η Βασιλική ενημερώνεται ότι ο Λυμπέρης έχει ερωμένη την Μαρία Γκίκα. Εκείνος δεν το αρνήθηκε – της είπε μάλιστα και ότι σκόπευε να την παντρευτεί, οπότε η Βασιλική τον διώχνει από το σπίτι και μπαίνουν μπρος οι διαδικασίες για το διαζύγιο. Ο Λυμπέρης νοικιάζει ένα μικρό διαμέρισμα σε πολυκατοικία στην οδό Σωνιέρου 15, στην πλατεία Βάθης.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Λυμπέρης γύρισε πίσω μετανοιωμένος, ζήτησε συγνώμη από τη γυναίκα του και της δήλωσε ότι σκόπευε να αλλάξει και να γίνει καλύτερο άνθρωπος. Η Βασιλική τότε του είπε ότι ήθελε λίγο χρόνο να το σκεφθεί.

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1971, ο Λυμπέρης επισκέφθηκε την οικογένεια του γεμάτος δώρα, ελπίζοντας ότι θα τον δεχθούν πίσω. Όχι όμως δεν τον δέχθηκαν, αλλά η πεθερά του δεν τον άφησε καν να μπει μέσα στο σπίτι. Με το ζόρι μπόρεσε να δει λίγο τα παιδιά του μέσα στο αυτοκίνητο του και να τους δώσει τα δώρα.
Η πεθερά του του γνωστοποίησε ότι στις 18 Ιανουαρίου είχε οριστεί το δικαστήριο για το διαζύγιο του ζευγαριού και ο Λυμπέρης ήταν πλέον πεπεισμένος ότι εκείνη ήταν που έβαζε λόγια στην κόρη της εναντίον του.

Η οργάνωση της δολοφονίας

Ο Λυμπέρης εκμυστηρεύτηκε τον πόνο του σε έναν νεαρό που έμενε στην ίδια πολυκατοικία με τον ίδιο και είχαν αρχίσει να κάνουν παρέα, τον Παύλο Αγγελόπουλο. Μετά από λίγο κρασί, του ζήτησε να τον βοηθήσει να «βγάλουν από τη μέση» την πεθερά του που ήταν η αιτία που δεν τον δεχόταν πίσω η γυναίκα του. Για να πείσει μάλιστα τον Αγγελόπουλο να συνεργαστεί, του έταξε ότι θα του χάριζε το αυτοκίνητό του.
Τότε ο Αγγελόπουλος προσέθεσε δύο ακόμη άτομα στη «συμμορία», τον ξάδελφό του Θεόδωρο Καπτέτσο και τον Θανάση Σταμάτη. Ο Λυμπέρης τους έταξε χρήματα από την «κληρονομιά» που υπολόγιζε να πάρει από τη γυναίκα του μετά το θάνατο της πεθεράς του.

Η νύχτα πριν το φονικό

Το βράδυ της 4ης Ιανουαρίου, ο Λυμπέρης πήγε σε έναν κινηματογράφο να δει μια ταινία με σκοπό να χαλαρώσει και να ξανασκεφτεί την περίπτωση να ακυρώσει το σχέδιο του. Όταν όμως βγήκε από την αίθουσα, είχε πάρει την απόφασή του.
Συνάντησε τους συνεργούς του σε μία ταβέρνα και πίνοντας άφθονο κρασί, συζητήσανε τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Ο Λυμπέρης γνώριζε ότι εκείνη την ημέρα η πεθερά του θα ήταν μόνη στο σπίτι, μιας και η οικογένειά του θα είχε πάει σε μία θεία τους στο Πέραμα. Την πληροφορία αυτή, που του είχε δώσει η γυναίκα του, την είχε επιβεβαιώσει και με ένα τηλεφώνημα που έκανε στο σπίτι. Το τηλέφωνο σήκωσε η πεθερά του και ο Λυμπέρης της ζήτησε να μιλήσει με τη γυναίκα του.
«Δεν είναι εδώ. Λείπει με τα παιδιά στο Πέραμα» του είχε απαντήσει. «Θα έρθουν μετά από 5 ημέρες».

Φεύγοντας από την ταβέρνα, η «συμμορία» μπήκε στο αυτοκίνητο του Λυμπέρη και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της πεθεράς του. Στο πορτ-παγκάζ υπήρχαν 3 μπιτόνια βενζίνης.
Το σχέδιο έλεγε ότι ο Λυμπέρης πρώτος και στη συνέχεια ο Αγγελόπουλος, θα μπουν στο σπίτι, θα αδειάσουν τα μπιτόνια και θα βάλουν φωτιά. Ο Καπτέτσος θα φιλούσε τσίλιες μέσα από το αυτοκίνητο.

Βασίλης-Λυμπέρης-σπίρτο

Το έγκλημα

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Ιανουαρίου του 1972, ο Βασίλης Λυμπέρης μπήκε μέσα στο σπίτι και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της γυναίκας του. Ο Αγγελόπουλος που τον ακολουθούσε, μπήκε στο δωμάτιο της πεθεράς του. Άδειασαν τα μπιτόνια που κρατούσαν στα δωμάτια. Πρώτος άναψε τη φωτιά ο Αγγελόπουλος. Το δωμάτιο λαμπάδιασε αμέσως ενώ ακούστηκε κι ένας μικρός κρότος.

Η Βασιλική ξύπνησε από την φασαρία και είδε έντρομη μπροστά της τον άντρα της να κρατάει ένα σπίρτο. Δίπλα της κοιμόταν η κόρη τους. Ο μικρός τους γιος κοιμόταν στο δωμάτιο της μητέρας της.
Μόλις εκείνη τη στιγμή ο Λυμπέρης συνειδητοποίησε ότι ήταν η γυναίκα του εκεί.
«Τι κάνεις; Είναι τα παιδιά σου εδώ!» του φώναξε και χύμηξε κατά πάνω του. Ο Λυμπέρης, σαστισμένος την έσπρωξε πίσω και άναψε τη φωτιά.
Η Βασιλική προσπάθησε να του επιτεθεί ξανά. Τότε ο Λυμπέρης την έριξε στο πάτωμα και την κρατούσε κάτω πατώντας την με το πόδι του.
«Τώρα θα τα πληρώσεις όλα», φαίνεται να της είπε.

Ο Αγγελόπουλος, που συνειδητοποίησε κι αυτός από τα ουρλιαχτά ότι ήταν και τα παιδιά μέσα στο σπίτι, πέταξε βιαστικά το 3ο μπιτόνι που κρατούσε βρέχοντας με τη βενζίνη και τον Λυμπέρη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Λυμπέρης να αποκτήσει κάποια μικρο-εγκαύματα.
Αργότερα ο Αγγελόπουλος δήλωσε ότι έριξε εσκεμμένα τη βενζίνη στον Λυμπέρη, επειδή τους είχε πει ψέματα ότι τα παιδιά δεν θα ήταν στο σπίτι.

Οι δύο δράστες έφυγαν βιαστικά από το σπίτι, αφού όμως πρώτα κλείδωσαν πίσω τους την εξώπορτα. Μέχρι να μπουν στο αυτοκίνητο, το σπίτι είχε τυλιχθεί στις φλόγες.

Η ολοκλήρωση του σχεδίου

Όπως το είχαν σχεδιάσει, η φωτιά θα φαινόταν ως ατύχημα.
Ο Λυμπέρης γνώριζε βέβαια ότι κάποιες υποψίες θα έπεφταν επάνω του. Γι’ αυτό το λόγο, οι 3 συνεργοί είχαν δημιουργήσει ως άλλοθι το ότι θα δήλωναν πως εκείνη τη βραδιά ήταν μαζεμένοι στο δωμάτιο που έμενε ο Λυμπέρης και έπαιζαν χαρτιά.
Με το που έφτασαν στην πολυκατοικία που έμεναν, έδωσαν στον Θανάση Σταμάτη, τα ρούχα τους για να τα καταστρέψει. Εκείνος τα μάζεψε και τα πέταξε στα σκουπίδια.
Όπως τα είχαν υπολογίσει, ήταν σίγουροι ότι δεν θα τους έπιαναν.

Αυτό που δεν είχαν υπολογίσει όμως είναι ότι την ίδια ώρα, 3 άνθρωποι είχαν πεθάνει ακαριαία, αλλά η Βασιλική ανέπνεε ακόμη.

Βασίλης-Λυμπέρης-το-σπίτι-καίγεται

Τα θύματα και η μαρτυρία της Βασιλικής

Η Βασιλική Λυμπέρη διασώθηκε από τους γείτονες που έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της και μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών. Αμέσως την επισκέφθηκε η θεία της, Αθηνά Μάρκου, η οποία ήταν μοναχή.
«Αυτός μας έκαψε. Μας έριξε βενζίνη κι ύστερα έβαλε φωτιά. Ο κακούργος το έκανε για να μας εκδικηθεί, γιατί δεν θέλαμε να πουλήσουμε τα κτήματά μας και να του δώσουμε τα λεφτά να τα φάει. Αυτός ο κακούργος έκαψε τα παιδιά μας», πρόλαβε και της είπε.
Παρόμοια δήλωση έκανε και στο γιατρό Νίκο Σγούρδα. Λίγο αργότερα, ξεψύχησε.

Έτσι, τα 4 θύματα ήταν:
Αντιγόνη Μάρκου, 55 ετών
Βασιλική Λυμπέρη, 24 ετών
Παναγιώτα Λυμπέρη, 2,5 ετών
Γιώργος Λυμπέρης, ενός έτους

Η σύλληψη και η ομολογία

Νωρίς το πρωί ο πατέρας του Λυμπέρη του τηλεφώνησε και τον ενημέρωσε για το θάνατο της οικογένειάς του. Ο Λυμπέρης προσποιήθηκε τον ανήξερο και έτρεξε αμέσως στο σπίτι στο Χαλάνδρι, νομίζοντας ότι και τα τέσσερα μέλη της οικογένειάς του ήταν νεκρά.
Την ώρα που έπαιζε το ρόλο του «συντεθλιμμένου πατέρα», τον συνέλαβε η αστυνομία.

Αρχικά ο Λυμπέρης επέμεινε στην αθωότητα του. Τα εγκαύματα που είχε ο ίδιος προσπάθησε να τα δικαιολογήσει ως «ατύχημα» με το καμινέτο την ώρα που έφτιαχνε καφέ. Μόλις έμαθε όμως για την κατάθεση της Βασιλικής, δεν είχε άλλη επιλογή από το να ομολογήσει. Υποστήριξε ότι στόχος του ήταν μόνο η πεθερά του που του είχε καταστρέψει τη ζωή και που ανακατεύονταν στη σχέση του επηρεάζοντας αρνητικά τη γυναίκα του. Αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι γνώριζε ότι στο σπίτι βρίσκονταν η γυναίκα του και τα παιδιά του.

Η αγανάκτηση του κόσμου

Όπως ήταν αναμενόμενο, το φρικτό έγκλημα μονοπωλούσε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής. Ενδεικτικά:
Ακρόπολις: «Τρομακτική ομαδική δολοφονία στο Χαλάνδρι. Επυρπόλησε τη σύζυγο, την πεθερά και τα δυο παιδιά του».
Ακρόπολις: «Οι δολοφόνοι ωμο-λόγησαν ότι σκότωσαν για τα χρήματα». Θεσσαλονίκη: «Έκαψε τα παιδιά του! Και την πεθερά του. Ο δράστης περιέχυσε τα θύματά και το σπίτι με βενζίνη, έβαλε φωτιά και αποχώρησε!»
Έθνος: «Το ειδεχθέστερον έγκλημα της δεκαετίας»

Κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος, έξω από το σπίτι των θυμάτων είχαν συγκεντρωθεί περισσότεροι από 1500 αγανακτισμένοι πολίτες που φώναζαν κατά του Λυμπέρη:
«Θάνατο χωρίς οίκτο!»

Η δίκη

Η δίκη ξεκίνησε στις 5 Μαΐου του 1972 και δυο μέρες μετά το Πενταμελές Εφετείο (Κακουργιοδικείο) Αθηνών έκρινε ένοχο τον 27χρονο Βασίλη Λυμπέρη, για τις 4 ανθρωποκτονίες και τον καταδικάστηκε με ποινή «τετράκις εις θάνατον».
Την ίδια ποινή είχε και ο 18χρονος Παύλος Αγγελόπουλος.

Ο 25χρονος Θεόδωρος Καπρέτσος, κατηγορήθηκε για συνεργεία σε δολοφονία εκ προθέσεως και φθορά δια πυρός. Καταδικάστηκε σε 4 φορές ισόβια κάθειρξη.
Ο 20χρονος Θανάσης Σταμάτης, κατηγορήθηκε για υπόθαλψη εγκληματία. Καταδικάστηκε σε 3 χρόνια κάθειρξη.Ο Βασίλης Λυμπέρης οδηγήθηκε στις φυλακές της Αίγινας και αργότερα στις φυλακές Αλικαρνασσού στην Κρήτη.

Η εκτέλεση

Στις 24 Αυγούστου, ο Βασίλης Λυμπέρης έγραψε ένα γράμμα προς τη μητέρα του όπου της ζητούσε συγχώρεση. Στη συνέχεια, τον επισκέφθηκε ο παπάς για να τον κοινωνήσει και να δεχθεί την εξομολόγησή του.

Την Παρασκευή 25 Αυγούστου, 1972, μεταφέρθηκε στο πεδίο βολής της ΣΕΑΠ (Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού), στην θέση «Δύο Αοράκια». Εκεί τον περίμενε 12μελές εκτελεστικό απόσπασμα. Τα 6 από τα 12 όπλα Μ1, είχαν κανονικές σφαίρες ενώ τα υπόλοιπα 6 είχαν άσφαιρα. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα γνωρίζουν οι εκτελεστές του αν οι ίδιοι τον σκότωσαν ή όχι και δεν θα νιώθουν ενοχές.

Οι εκτελέσεις γίνονταν, συνήθως, νωρίς τα ξημερώματα. («Πρέπει να βγει η πρώτη ακτίνα του ήλιου ώστε να έχει την ευκαιρία ο μελλοθάνατος να αντικρίσει τον ήλιο για τελευταία φορά»).
Έτσι, στις 05:49 ακούστηκε η εντολή «πυρ» και ο Βασίλης Λυμπέρης έπεσε νεκρός.   

Ο επικεφαλής υπολοχαγός αρνήθηκε να δώσει τη χαριστική βολή, όπως συνηθίζεται. Αντ’ αυτού, διέταξε τον επιλοχία του να το κάνει. Όμως κι εκείνος δυσκολεύονταν. Τελικά, άφησε κάτω το πιστόλι του και έπιασε ένα αυτόματο πυροβόλο όπλο κι άρχισε να ρίχνει στον Λυμπέρη, παραμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο το πρόσωπό του.

Την ίδια στιγμή, στις φυλακές της Κέρκυρας, είχε προγραμματιστεί να εκτελεστεί και ο συνεργός του, Παύλος Αγγελόπουλος.
Στη δική του περίπτωση όμως, ο «αντιβασιλέας» (ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος), ζήτησε την αναστολή της ποινής λόγω του νεαρού της ηλικίας του. (Όταν έγινε το έγκλημα, ο Αγγελόπουλος δεν είχε ακόμη κλείσει τα 18 του χρόνια, οπότε θεωρούνταν ανήλικος). Μετά την πτώση της Χούντας, το 1975, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Τελικά, το 1992, μετά από 20 χρόνια φυλάκισης, του απονεμήθηκε χάρη και αφέθηκε ελεύθερος.

Έτσι, ο Βασίλης Λυμπέρης ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.

Η θανατική ποινή στην Ελλάδα

Η θανατική ποινή, συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια να δίδεται ως ποινή από τα ελληνικά δικαστήρια, χωρίς όμως να εκτελείται κανείς.
Η θανατική ποινή σε περιόδους ειρήνης, καταργήθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Παρόλα αυτά, η τελευταία καταδίκη στην εσχάτη των ποινών, ήταν το 1977.
Σε ισχύει παρέμενε η θανατική ποινή μόνο για περιπτώσεις εσχάτης προδοσίας σε περιόδους πολέμου.
Το Δεκέμβριο του 1993, καταργήθηκε επίσημα από την Κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (Ν 2172/1993).
Οριστικά η θανατική ποινή καταργήθηκε στην Ελλάδα για οποιοδήποτε έγκλημα (ακόμη και της εσχάτης προδοσίας), το 2004.

Στον κινηματογράφο

Το περιστατικό της δολοφονίας του Βασίλη Λυμπέρη μεταφέρθηκε, την ίδια μόλις χρονιά, στον κινηματογράφο. Ο τίτλος της ταινίας ήταν «Οι σατανάδες της νύχτας», με σκηνοθέτη τον Μάριο Ρετσίλα και πρωταγωνιστή, στον ρόλο του Βασίλη Λυμπέρη τον Γιάννη Κατράνη. Η ταινία έκοψε 56.650 εισιτήρια.

Ήταν μια ακόμη παραγωγή του James Paris (Δημήτρης Παρασχάκης). Ο παραγωγός είναι γνωστός για τις «πατριωτικές» ταινίες που γύρισε την περίοδο της Χούντας: «Παπαφλέσσας», «Οι Σουλιώτες», «Όχι», «Στη μάχη της Κρήτης», «28η Οκτωβρίου, ώρα 5:30», «Οι τελευταίοι του Ρούπελ», κ.ά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ

Διαβάστε επίσης:

Τα τελευταία λόγια ενός θανατοποινίτη

Το τελευταίο γεύμα ενός θανατοποινίτη